Δευτέρα 10 Μαρτίου 2008

ΔΩΡΟ ΠΑΣΧΑ

Mε την απόφαση του υπουργού Εργασίας 19040/7.12.1981 (ΦΕΚ 742/Β/10.12.1981), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του Ν. 1082/1980, οι μισθωτοί όλης της χώρας, που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, δικαιούνται από τους πάσης φύσεως εργοδότες τους επίδομα δώρου Πάσχα. Το επίδομα αυτό για τους αμειβόμενους με μισθό είναι ίσο προς το ½ του μηνιαίου μισθού και με 15 ημερομίσθια για τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο.

ΤΟ ΕΠΙΔΟΜΑ δώρου Πάσχα καταβάλλεται στο ακέραιο, εφόσον η σχέση εργασίας των μισθωτών με τον υπόχρεο εργοδότη διήρκεσε ολόκληρη τη χρονική περίοδο από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ής Απριλίου. Οι μισθωτοί, των οποίων η σχέση εργασίας με τον υπόχρεο εργοδότη δεν διήρκεσε ολόκληρο το ανωτέρω χρονικό διάστημα, δικαιούνται ως επίδομα δώρου Πάσχα ποσό ίσο με το 1/15 του μισού μηνιαίου μισθού (που αντιστοιχεί στο 1/30 αυτού), ή ένα (1) ημερομίσθιο για κάθε 8ήμερο χρονικό διάστημα διάρκειας της εργασιακής σχέσης τους.
Για χρονικό διάστημα μικρότερο του 8ήμερου, δικαιούνται αντίστοιχα ανάλογο κλάσμα.
Επομένως, το ύψος του επιδόματος δώρου Πάσχα είναι συνάρτηση του χρόνου διάρκειας της εργασιακής σχέσης μέσα στο χρονικό διάστημα από την 1η Ιανουαρίου μέχρι την 30ή Απριλίου, καθώς και του ύψους του ημερήσιου μισθού.
Η καταβολή του ως άνω επιδόματος γίνεται στους δικαιούχους μέχρι τη Μεγάλη Τετάρτη.
Ημέρες που δεν λαμβάνονται υπόψη στον υπολογισμό του επιδόματος δώρου Πάσχα
Στο χρόνο διάρκειας της εργασιακής σχέσης δεν υπολογίζονται οι ημέρες κατά τις οποίες ο μισθωτός, αν και δεν λύθηκε η εργασιακή του σχέση, απείχε από την εργασία του αδικαιολόγητα ή λόγω αδείας, χωρίς αποδοχές.
Συνυπολογίζεται πάντως ο χρόνος της υποχρεωτικής αποχής από την εργασία των γυναικών πριν και μετά τον τοκετό. Στις ημέρες που αφαιρούνται περιλαμβάνονται:
* οι ημέρες άδειας άνευ αποδοχών,
* οι ημέρες αδικαιολόγητης απουσίας,
* οι ημέρες απεργίας ή στάσεων εργασίας,
* οι ημέρες ασθενείας και στρατεύσεως.
Ειδικότερα, για τις ημέρες ασθενείας και στρατεύσεως, ισχύουν τα εξής:
Ο εργοδότης, κατά τον υπολογισμό του δώρου Πάσχα, θα αφαιρέσει τις ημέρες ασθενείας, για τις οποίες ο εργαζόμενος επιδοτήθηκε από τον ασφαλιστικό οργανισμό. Στην περίπτωση όμως που ο εργαζόμενος, κατά τη διάρκεια της ασθενείας του, δεν επιδοτήθηκε για διάφορους λόγους από τον ασφαλιστικό οργανισμό, οι ημέρες αυτές θεωρούνται ως ημέρες κανονικής απασχόλησης στον εργοδότη και δεν αφαιρούνται για τον υπολογισμό του δώρου Πάσχα. Οι μισθωτοί, που τελούν σε κατάσταση στρατεύσεως, δικαιούνται επίδομα δώρου από τον εργοδότη μόνο για τις ημέρες που απασχολήθηκαν σ’ αυτόν.
Σημειώνεται ιδιαίτερα ότι, αντίθετα με τις ημέρες απεργίας ή στάσεων εργασίας, οι ημέρες για τις οποίες οι εργαζόμενοι ασκούν μέσα στα όρια της καλής πίστης το δικαίωμα της επίσχεσης, δεν αφαιρούνται για τον υπολογισμό του δώρου Πάσχα, αλλά θεωρούνται ως κανονικές ημέρες εργασίας. Τούτο διότι, μολονότι ο εργαζόμενος παύει να προσφέρει την εργασία του, δεν καθίσταται υπερήμερος.
Αποδοχές επί των οποίων υπολογίζεται το επίδομα δώρου Πάσχα
Το επίδομα δώρου Πάσχα υπολογίζεται με βάση τις καταβαλλόμενες αποδοχές (μισθών ή ημερομισθίων) την 15η ημέρα πριν από το Πάσχα. Για τους εργαζόμενους που η σχέση εργασίας λύθηκε πριν από την ανωτέρω ημερομηνία, ο υπολογισμός του επιδόματος αυτού γίνεται με βάση τις αποδοχές που καταβλήθηκαν κατά την ημερομηνία λύσεως της εργασιακής σχέσης. Ως καταβαλλόμενος μισθός ή ημερομίσθιο νοείται το σύνολο των τακτικών αποδοχών του μισθωτού, από τις οποίες εξαιρείται το επίδομα «δυσχερούς διαβιώσεως». Τακτικές αποδοχές για την εφαρμογή των διατάξεων θεωρούνται οι βασικές τακτικές αποδοχές σε χρήμα και σε είδος (τροφή, ενδύματα κ.λπ. παροχές προβλεπόμενες από ΣΣΕ), εφόσον καταβάλλονται τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά σε ορισμένα χρονικά διαστήματα του έτους από τον εργοδότη, καθώς και οι παράγωγες τακτικές αποδοχές (ιδιόρρυθμη υπερωρία, νόμιμη υπερωρία, νόμιμη προσαύξηση Κυριακής ή αργίας και νύκτας).
Αντίθετα, οι αποδοχές που παρέχονται για εργασία που πραγματοποιείται εκτός των ορίων του πενθημέρου δεν συμπεριλαμβάνονται στις αποδοχές του δώρου Πάσχα, επειδή η εργασία αυτή θεωρείται παράνομη και καταχρηστική και ως εκ τούτου εμπίπτει στις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού. Στην περίπτωση των υπερωριών πρέπει να τονίσουμε ιδιαίτερα ότι για τον υπολογισμό του δώρου Πάσχα υπολογίζονται μόνο οι νόμιμες υπερωρίες (ιδιόρρυθμες και λοιπές νόμιμες). Οι παράνομες υπερωρίες δεν λαμβάνονται υπόψη. Στην έννοια των τακτικών αποδοχών, για τον υπολογισμό του δώρου Πάσχα περιλαμβάνεται και το επίδομα άδειας, το οποίο με συντελεστή 0,04166 θα προσαυξήσει το συνολικό ποσό του δώρου που δικαιούται κάθε μισθωτός. Δηλαδή, το συνολικό ποσό του δώρου, αφού προηγουμένως υπολογισθούν και προστεθούν σε αυτό τα επιπλέον ποσά όλων των τακτικών αποδοχών (Κυριακές, νύκτες, ιδιόρρυθμες υπερωρίες, νόμιμες υπερωρίες κ.λπ.). Ο συντελεστής 0,04166 βρίσκεται διά της διαιρέσεως του μισού μισθού (που αφορά το επίδομα άδειας) διά των δώδεκα (12) μισθών του έτους (0,5 : 12 = 0,04166) και υπολογίζεται και στα δύο δώρα όλων των μισθωτών, άσχετα αν δικαιούνται ή όχι άδειας ή αν έλαβαν πράγματι άδεια.
Χρόνος απόδοσης των ασφαλιστικών εισφορών του επιδόματος δώρου Πάσχα
Το επίδομα δώρου Πάσχα υπόκειται, όπως και οι τακτικές αποδοχές, σε όλες τις κρατήσεις και εισφορές που προβλέπονται για τους οικείους ασφαλιστικούς οργανισμούς και λοιπούς οργανισμούς ή λογαριασμούς κοινωνικής πολιτικής. Οι κρατήσεις αυτές καταβάλλονται την τελευταία εργάσιμη ημέρα του μηνός Ιουνίου.
Περιορισμός στο επίδομα του δώρου Πάσχα
Το δώρο Πάσχα, που σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται να καταβληθεί σε είδος, αλλά σε χρήμα μόνο, μπορεί να περιορισθεί για τους υπαλλήλους και για εργάτες και των δύο φύλων, σε ποσό ίσο με το 50πλάσιο του γενικού κατώτατου ορίου ημερομισθίου. Ο περιορισμός αυτός δεν μπορεί να έχει εφαρμογή στις περιπτώσεις στις οποίες το επίδομα δώρου Πάσχα καταβάλλεται είτε από συμβατική υποχρέωση είτε από συνήθεια είτε από υποχρεωτικό κανόνα δικαίου, με βάση υψηλότερα ποσά αποδοχών ή υψηλότερο μισθό ή ημερομίσθιο.
Περιπτώσεις στις οποίες δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της κοινής Υ.Α. 19040/1981
Υπάρχουν περιπτώσεις που δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της κοινής Υ.Α. 19040/1981. Οι περιπτώσεις αυτές είναι οι κάτωθι:
α. Στους εργάτες των λοιπών εργασιών (εκτός από τις γεωργικές και κτηνοτροφικές εργασίες που αναφέρονται στο άρθρο 2).
β. Στους εργαζόμενους κατοίκους σε κωμοπόλεις (δήμους ή κοινότητες) με πληθυσμό κάτω από έξι χιλιάδες (6.000) κατοίκους.
γ. Στους μισθωτούς που αμείβονται με ποσοστά (εκτός από τους μισθωτούς που αμείβονται με κυμαινόμενες αποδοχές).
δ. Στους φορτοεκφορτωτές λιμένων και ξηράς, που διέπονται από τη νομοθεσία που τους αφορά.
ε. Οταν διατάξεις νόμου, υπουργικών αποφάσεων, ΣΣΕ, Δ.Α., εσωτερικών κανονισμών και λοιπών σχετικών πράξεων, προβλέπουν ευνοϊκότερους όρους από αυτούς που καθορίζονται στην κοινή Υ.Α. 19040/1981.

C S