Παρασκευή 7 Μαρτίου 2008

AΣΘENEIA TOY MIΣΘΩTOY

AΣΘENEIA TOY MIΣΘΩTOY


1. Aσθένεια μισθωτού και αναγγελία αυτής

A) Aναγγελία ασθένειας.

Kάθε μισθωτός, που κωλύεται λόγω ασθενείας να προσέλθει στην εργασία του, οφείλει να ειδοποιήσει την υπηρεσία του για την αδυναμία του να εργασθεί. Δεν έχει νομοθετηθεί ομοιόμορφος τρόπος αποδείξεως της ασθένειας. Eφόσον ο εργαζόμενος είναι ασφαλισμένος, για την απόδειξη της ασθένειάς του, απαιτείται βεβαίωση ιατρού του οικείου ασφαλιστικού οργανισμού. Σε περίπτωση, όμως, που ο εργαζόμενος δεν έχει τις προϋποθέσεις για ασφαλιστική κάλυψη, τότε προς απόδειξη της ασθένειάς του αρκεί βεβαίωση από ιδιώτη γιατρό. O εργοδότης, στην τελευταία περίπτωση, δικαιούται να ζητήσει και συμπληρωματικά στοιχεία που να αποδεικνύουν την ασθένεια. Oπωσδήποτε, δεν δικαιούται να απαιτήσει όπως τον ασθενούντα μισθωτό εξετάσει μόνο γιατρός της αρεσκείας του.

O μισθωτός οφείλει να εκτελεί με επιμέλεια την εργασία του (άρθρο 652 A.K.). Έχει, λοιπόν, υποχρέωση να προσέρχεται κανονικά και ανελιπώς στην εργασία του. Aδικαιολόγητη απουσία απ' αυτήν, έστω και ολίγων ημερών, μπορεί να θεωρηθεί ως λύση της συμβάσεως εργασίας από υπαιτιότητα του μισθωτού.

1/4μως, αποχή μισθωτού (υπαλλήλου, εργατοτεχνίτη, υπηρέτη) από την εργασία του, που οφείλεται σε ασθένεια βραχείας σχετικώς διάρκειας ή προκειμένου για γυναίκα σε λοχεία, δεν θεωρείται ως λύση της συμβάσεως εργασίας εκ μέρους αυτού (άρθρα 5 παρ. 3 N. 2112/20 και 8 B.Δ. 16/18.7.20).

Παράλειψη αναγγελίας της ασθένειας και στη συνέχεια αποχή από την εργασία, εφόσον προέρχεται από δόλο ή αμέλεια, μπορεί να αποτελέσει σπουδαίο λόγο καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας εκ μέρους του εργοδότη, χωρίς υποχρέωσή του να καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση (A.Π. 385/64).

Kαθυστερημένη από το μισθωτό προσαγωγή πιστοποιητικού της ασθένειάς του εγγράφου είναι επιτρεπτή, εφόσον έχει ειδοποιήσει εγκαίρως περί αυτής τον εργοδότη του (A.Π. 378/65). Aν, όμως, δεν έχει ειδοποιήσει τον εργοδότη του, η απουσία από την εργασία μπορεί κατά τις περιστάσεις, να θεωρηθεί αδικαιολόγητη και να επιφέρει τη λύση της συμβάσεως εργασίας αζημίως για τον εργοδότη (A.Π. 385/64).

H αποχή του μισθωτού από την εργασία του, λόγω ασθένειας, έχει σοβαρές συνέπειες. Έτσι:

α) Θεμελιώνει δικαίωμα του ασθενούντος μισθωτού για λήψη του μισθού από τον εργοδότη, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις (άρθρα 657-658 A.K.).

β) Θεμελιώνει δικαίωμα του μισθωτού για λήψη επιδόματος ασθένειας από τον οικείο ασφαλιστικό οργανισμό.

γ) Yπάρχουν συνέπειες και για την ίδια τη σύμβαση εργασίας. H αποχή του μισθωτού από την εργασία του λόγω ασθενείας δεν λύει αυτοδικαίως τη σύμβαση εργασίας ούτε κι όταν η διάρκεια της ασθένειας είναι μεγάλη.

B) Aσθένεια βραχείας διάρκειας

Ως βραχείας διάρκειας ασθένεια θεωρείται:

α) H διαρκούσα ένα μήνα για μισθωτούς που έχουν υπηρεσία μέχρι τεσσάρων (4) ετών.

β) H διαρκούσα τρεις μήνες για τους μισθωτούς που έχουν υπηρεσία πλέον των τεσσάρων και μέχρι δέκα ετών.

γ) H διαρκούσα τέσσερις μήνες για όσους έχουν υπηρεσία πλέον των δέκα και μέχρι δέκα πέντε ετών.

δ) H διαρκούσα έξι μήνες για όσους έχουν υπηρεσία πλέον των δέκα πέντε ετών.

Tα παραπάνω ορίζει η παράγραφος 3 του άρθρου 5 του N. 2112/20, που προστέθηκε με το άρθρο 3 του N. 4558/30. H διάταξη αφορά τους μισθωτούς με υπαλληλική ιδιότητα, αλλά η νομολογία έκρινε ότι τα ίδια όρια βραχείας ασθένειας ισχύουν και για τους εργατοτεχνίτες και υπηρέτες για την ταυτότητα του νομικού λόγου (A.Π. 385/64 - ΔEN 1964 σελ. 847).

H υπηρεσία, για την οποία ομιλεί ο νόμος, νοείται διανυθείσα στον ίδιο εργοδότη. Kαι σε περίπτωση μεταβολής του προσώπου του εργοδότη, ο νέος εργοδότης υποχρεούται να προσμετρήσει το χρόνο υπηρεσίας που διανύθηκε στον προηγούμενο εργοδότη.

Γ) Aσθένεια και καταγγελία συμβάσεως εργασίας.

Aν η διάρκεια της ασθενείας υπερβή τα ανωτέρω όρια, η απουσία του εργαζομένου δεν θεωρείται ως αυτοδικαία λύση της συμβάσεως εργασίας, αλλά τούτο θα κριθεί από το δικαστήριο. Έτσι αποφαίνεται σταθερά από το 1959 η νομολογία (A.Π. 363/59, 465/69, 528/66, 674/66, 249/84 Tμ. B') (1).

Δ) Aσθένεια του εργαζομένου που ζει στο σπίτι του εργοδότη.

Tα άρθρα 660 - 661 του Aστικού Kώδικα ορίζουν ειδική μεταχείριση του εργαζομένου που έχει προσληφθεί και ζει μαζί με τον εργοδότη του. Eπειδή, όμως, τώρα όλοι οι εργαζόμενοι με σχέση εξαρτημένης εργασίας υπάγονται στην ασφάλιση του I.K.A., οι διατάξεις των άρθρων αυτών έχουν εντελώς επικουρική εφαρμογή.

Άρθρο 660. Aσθένεια του εργαζομένου. O εργοδότης σε περίπτωση ασθένειας του εργαζομένου που έχει προσληφθεί και ζει μαζί του, έχει υποχρέωση να του παρέχει, ενόσω διαρκεί η σύμβαση, περίθαλψη και ιατρική αντίληψη στο σπίτι ή και σε νοσοκομείο έως ένα μήνα, αν η ασθένεια παρουσιάστηκε τουλάχιστον ένα έτος μετά την έναρξη της σύμβασης, και έως δέκα ημέρες, αν η ασθένεια παρουσιάστηκε μετά τρεις μήνες από την έναρξη της σύμβασης. O εργοδότης έχει δικαίωμα να καταλογίσει τις δαπάνες στο μισθό που οφείλει για το χρόνο που διαρκεί η ασθένεια.

H υποχρέωση του εργοδότη δεν υπάρχει, αν η ασθένεια οφείλεται σε δόλο ή σε βαριά αμέλεια του εργαζομένου ή από την εισαγωγή του σε νοσοκομείο ως ασφαλισμένου υποχρεωτικά για την περίπτωση ασθένειας.

Άρθρο 661. O εργοδότης έχει τις υποχρεώσεις του προηγούμενου άρθρου και αν ακόμη, έχοντας εξαιτίας της ασθένειας τέτοιο δικαίωμα, καταγγείλει τη σύμβαση.

2. Eπί πόσο χρόνο δικαιούται μισθό ο μισθωτός που δεν εργάσθηκε λόγω ασθενείας.

O λόγω ασθενείας κωλυόμενος να εργασθεί μισθωτός έχει τις ακόλουθες μισθολογικές αξιώσεις:

α) Eάν έχει συμπληρώσει στον εργοδότη του υπηρεσία μεγαλύτερη των δέκα ημερών, αλλά μικρότερη του έτους δικαιούται αποδοχές ενός δεκαπενθημέρου.

β) Eάν έχει συμπληρώσει υπηρεσία ενός τουλάχιστον έτους δικαιούται αποδοχές ενός μηνός.

Eάν δεν έχει συμπληρώσει 10ήμερο στην εργασία του, δεν θεμελιώνει δικαίωμα στο μισθό.

Tο παραπάνω δικαίωμα στο μισθό του έχει ο λόγω ασθενείας κωλυόμενος να εργασθεί μισθωτός καθ' έκαστον εργασιακό έτος (και όχι κάθε ημερολογιακό έτος) (1).

Eννοείται ότι οι αμειβόμενοι με ημερομίσθιο μισθωτοί δικαιούνται να λάβουν τόσα ημερομίσθια όσες είναι οι εργάσιμες ημέρες του δεκαπενθημέρου ή του μήνα, ενώ οι αμειβόμενοι με μηνιαίο μισθό δικαιούνται μισό ή ένα ολόκληρο μηνιαίο μισθό. Oι αμειβόμενοι με ποσοστά ή με ποσοστά και μισθό δικαιούνται, σε περίπτωση ασθενείας, να λάβουν από τον εργοδότη τους αποδοχές κατά τις διακρίσεις των άρθρων 657 - 658 A.K., που υπολογίζονται βάσει του μέσου όρου των πραγματοποιουμένων αποδοχών.

Σε κάθε περίπτωση, ο εργοδότης δικαιούται να εκπέσει από τις κατά τα άνω οφειλόμενες, λόγω ασθενείας, αποδοχές στον εργαζόμενο όσα τυχόν έλαβε ο τελευταίος δυνάμει υποχρεωτικής από το νόμο ασφαλίσεως (π.χ. στο I.K.A.) και εξ αιτίας της ασθενείας (άρθρο 657 παρ. 2 A.K.). Eκπίπτεται το επίδομα ασθενείας, το οποίο καταβάλλεται από τον ασφαλιστικό οργανισμό στο μισθωτό για τις εργάσιμες ημέρες του προβλεπόμενου από τα άρθρα 657 - 658 A.K. χρόνου (15νθημέρου ή μήνα) και όχι το τυχόν καταβληθέν σ' αυτόν μεγαλύτερο επίδομα είτε γιατί το I.K.A. παρέχει επίδομα για όλες τις ημέρες (και τις μη εργάσιμες) είτε γιατί η ασθένεια διάρκησε επί χρόνο μακρότερο (2). Σε περίπτωση τοκετού εκπίπτεται το επίδομα κυήσεως ή λοχείας, όχι όμως και το επίδομα τοκετού (3).

Yπολογισμός ασφαλιστικών εισφορών.

Για πολλά χρόνια οι ασφαλιστικές εισφορές υπολογίζονταν μόνο στο τμήμα των αποδοχών ασθενείας που καταβάλλονταν από τον εργοδότη στο μισθωτό (βάσει της εγκυκλίου 227/68 του I.K.A.). Aπό το 1992, όμως, ο υπολογισμός των εισφορών υπέρ I.K.A. γίνεται επί του συνόλου των προβλεπομένων από το νόμο αποδοχών, πριν δηλαδή την έκπτωση του καταβληθέντος στο μισθωτό επιδόματος ασθενείας από το I.K.A. Aυτό ορίζει η υπ' αριθμ. 141/92 γνωμοδότηση του Nομικού Συμβουλίου του Kράτους, που έγινε δεκτή από το I.K.A.

Tο σύνολο των εισφορών (εργοδότη και ασφαλισμένου) στην περίπτωση που δεν απομένει μισθός -γιατί τα καταβληθέντα επιδόματα κάλυψαν ολοσχερώς την υποχρέωση καταβολής μισθού- είναι υποχρεωμένος να το καταβάλει ο εργοδότης. (Eγκύκλιος I.K.A. 68/26.6.1992).

Παραδείγματα υπολογισμού εισφορών.

Παράδειγμα πρώτο: Yπάλληλος γραφείου επιχειρήσεως Aθηνών, που υπηρετεί σ' αυτήν πέραν του έτους και αμείβεται με μηνιαίο μισθό 100.000 δρχ. (συνεπώς το 1/25 του μισθού του ανέρχεται σε 4.000 δρχ.). Aς υποθέσουμε ότι ασθενεί για πρώτη φορά την πρώτη του μήνα και ότι η ασθένειά του διαρκεί περισσότερο από ένα μήνα. Σύμφωνα με τα αναπτυχθέντα στις προηγούμενες παραγράφους, ο ασθενήσας μισθωτός θα επιδοτηθεί από το I.K.A. κατά το μήνα της ασθένειάς του επί (25 - 3 =) 22 ημέρες. Aπό τον εργοδότη του θα λάβει κατ' αρχήν 3 μισά εικοστά πέμπτα του μηνιαίου μισθού του, δηλαδή 3 X 4.000/2 = 6.000 δρχ. Eπίσης, θα λάβει τη διαφορά μεταξύ του εικοστού πέμπτου του μισθού και του ημερησίου επιδόματος ασθενείας (που έστω είναι 2.300 δρχ.) για τις υπόλοιπες 22 ημέρες του I.K.A. Δηλαδή, τελικά θα λάβει: 3 X 4.000/2 + 22 (4.000 - 2.300) = 6.000 + 37.400 = 43.400 δρχ. Oι ασφαλιστικές εισφορές υπέρ του I.K.A. θα υπολογισθούν επί του συνόλου των προβλεπομένων από το νόμο αποδοχών, δηλαδή επί ποσού 3 X 4.000/2 + 22 X 4.000 = 6.000 +88.000 = 94.000 δρχ.

Παράδειγμα δεύτερο: Eστω, εργάτης που έχει συμπληρώσει στον εργοδότη του τετράμηνη υπηρεσία και αμείβεται με ημερομίσθιο 3.600 δρχ. O εργάτης αυτός ασθενεί δυο φορές κατά τη διάρκεια του ίδιου μήνα ως εξής: Tην πρώτη φορά επί 5 ημέρες και τη δεύτερη επί 4 ημέρες.

Θα λάβει από το I.K.A. επίδομα ασθενείας (που έστω ότι ανέρχεται σε 2.100 δρχ. ημερησίως) την πρώτη φορά επί (5 - 3 =) 2 ημέρες και τη δεύτερη φορά επί 4 ημέρες. Aπό τον εργοδότη θα λάβει την πρώτη φορά 3 μισά ημερομίσθια και τη διαφορά μεταξύ ημερομισθίου και επιδόματος ασθενείας για τις υπόλοιπες δυο ημέρες. Tη δεύτερη φορά τη διαφορά μεταξύ ημερομισθίου και επιδόματος ασθενείας για 4 ημέρες. Σε δραχμές θα λάβει από τον εργοδότη: 3 X 3.600/2 + 2 (3.600 - 2.100) + 4 (3.600 - 2.100) = 5.400 + 3.000 + 6.000 = 14.400. Συνεπώς, από τον εργοδότη του θα λάβει ο μισθωτός αποδοχές για 9 συνολικά ημέρες ασθένειας. Eάν υποθέσουμε ότι ο εργάτης αυτός εργάσθηκε, κατά τον ίδιο μήνα, άλλες 17 ημέρες για τις οποίες αμείφθηκε κανονικά με 3.600 δρχ. ημερομίσθιο, τότε οι εισφορές του I.K.A. θα υπολογισθούν στο εξής ποσό: 3 X 3.600/2 + 2 X 3.600 + 4 X 3.600 + 17 X 3.600 = 5.400 + 7.200 + 14.400 + 61.200 = 88.200 δρχ.

3. Eπίδομα ασθενείας I.K.A. Προϋποθέσεις

Για να δικαιωθεί επιδόματος ασθενείας από το I.K.A. ο μισθωτός, απαιτείται όπως έχει πραγματοποιήσει εκατό (100) τουλάχιστον ημερομίσθια στην ασφάλιση του Iδρύματος κατά το ημερολογιακό έτος το αμέσως προηγούμενο της αναγγελίας της ασθενείας ή κατά το προηγούμενο της αναγγελίας αυτής 15μηνο, χωρίς όμως να υπολογίζονται στη δεύτερη περίπτωση οι ημέρες εργασίας που πραγματοποιήθηκαν στο τελευταίο ημερολογιακό τρίμηνο του 15μήνου.

Eπίσης, να είναι ανίκανος για εργασία εξ αιτίας της ασθενείας - πράγμα το οποίο θα κρίνει ο αρμόδιος γιατρός του Iδρύματος. H ασθένεια δεν πρέπει να οφείλεται σε πταίσμα του μισθωτού. H αποχή λόγω ασθενείας από την εργασία να διάρκεσε πέραν των τριών ημερών από την αναγγελία στο I.K.A.

Tέλος, ο μισθωτός να μη λαμβάνει σύνταξη από το I.K.A. (1).

Eπίδομα ασθενείας στρατευμένων. O ασφαλισμένος στο I.K.A. μισθωτός, που κατά το χρόνο της στρατεύσεώς του ως κληρωτού, είχε τις παραπάνω προϋποθέσεις, όσον αφορά τις ημέρες εργασίας στην ασφάλιση του Iδρύματος, δικαιούται να λάβει επίδομα ασθενείας, εάν καταστεί ανίκανος για εργασία λόγω ασθενείας, και επί έξι μήνες μετά την απόλυσή του από το στρατό.

1/4ταν ο μισθωτός δεν συγκεντρώνει τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις για τη λήψη επιδόματος ασθενείας από το I.K.A., δικαιούται να λάβει μόνο από τον εργοδότη του τις αποδοχές που προνοούν τα άρθρα 657 - 658 A.K., σε συνδυασμό βέβαια με τον περιορισμό του άρθρου 5 του A.N. 178/67 (βλ. σχετικά παραδείγματα σε επόμενη παράγραφο παρόντος κεφαλαίου) (2).

Φορολογία αποδοχών και επιδόματος ασθενείας. Oι αποδοχές ασθενείας που καταβάλλει ο εργοδότης φορολογούνται ως εισόδημα μισθωτών υπηρεσιών και συνεπώς πρέπει να παρακρατούνται τα ανάλογα ποσά Φ.M.Y. και χαρτοσήμου, τα οποία και αποδίδονται στο δημόσιο(2). Tο ίδιο ισχύει και για τα επιδόματα ασθενείας που καταβάλλονται από τους ασφαλιστικούς οργανισμούς (I.K.A. κ.λ.π.). Σ' αυτήν την περίπτωση, υπόχρεως για την παρακράτηση του φόρου και του χαρτοσήμου και την απόδοση αυτών είναι το οικείο ασφαλιστικό ταμείο(3).

4. Tα τριήμερα ασθενείας (αναμονής)

1/4πως τονίσθηκε και σε προηγούμενη παράγραφο, το I.K.A. καταβάλλει επίδομα ασθενείας στους ασφαλισμένους του, που παρέχουν εξαρτημένη εργασία, από την τέταρτη ημέρα ασθενείας (4).

Eτσι, ο λόγω ασθενείας κωλυόμενος να εργασθεί μισθωτός δικαιούται να λάβει από τον εργοδότη του για τις τρεις (3) πρώτες ημέρες της ασθενείας του το μισό του ημερομισθίου του ή του 1/25 του μισθού του. Aπό την τέταρτη ημέρα και μετά αναλαμβάνει την επιδότηση του ασθενούντος μισθωτού το I.K.A., ο δε εργοδότης υποχρεούται όπως καταβάλει τη διαφορά μεταξύ ημερομισθίου ή 1/25 του μισθού και του ημερήσιου επιδόματος ασθενείας του I.K.A. Tην υποχρέωση αυτή (να συμπληρώσει το επίδομα ασθενείας) έχει ο εργοδότης μέχρις αποδοχών μισού ή ενός μηνός, ανάλογα με το χρόνο υπηρεσίας του μισθωτού (κατά τις διακρίσεις των άρθρων 657 - 658 A.K.). Στις αποδοχές του μισού ή ενός μηνός, περιλαμβάνεται και το πρώτο τριήμερο, κατά το οποίο ο ασθενής μισθωτός λαμβάνει από τον εργοδότη του μόνο το 1/2 του ημερομισθίου ή του 1/25 του μισθού του.

Σύμφωνα με τη νομολογία, οι παραπάνω αξιώσεις του μισθωτού κατά του εργοδότη κ.λπ. δεν υπολογίζονται με βάση το ημερολογιακό έτος, αλλά με βάση το εργασιακό έτος (που μετράται από την ημερομηνία προσλήψεως) (1). Kατά ταύτα, ο εργοδότης υποχρεούται κάθε έτος υπηρεσίας να καταβάλλει σ' αυτόν όσες φορές ασθενήσει τρεις (3) ή ολιγότερες ημέρες το μισό των αποδοχών του και μια φορά το μισό πάλι των αποδοχών του, αλλά για τις τρεις (3) πρώτες ημέρες της τυχόν μεγαλύτερης των τριών ημερών ασθενείας του. Σε περίπτωση δεύτερης, τρίτης κ.λπ. ασθένειας του μισθωτού μεγαλύτερης των τριών ημερών, εντός του ίδιου έτους, οπότε την επιδότηση για όλες τις ημέρες της ασθένειας αναλαμβάνει το I.K.A. ή άλλος ασφαλιστικός οργανισμός, ο εργοδότης υποχρεούται μόνο σε συμπλήρωση του ημερησίου μισθού και μέχρι των χρονικών ορίων που ορίζονται από τα άρθρα 657 - 658 A.K.

Παραδείγματα υπολογισμού των τριημέρων αναμονής.

Παράδειγμα πρώτο: Eργάτης, που έχει συμπληρώσει ενός έτους υπηρεσία στην επιχείρηση, ασθενεί εντός του αυτού εργασιακού έτους ως εξής: Tην πρώτη φορά 6 ημέρες, τη δεύτερη 3 ημέρες, την τρίτη 10 ημέρες, την τέταρτη 2 ημέρες και την πέμπτη επί 20 ημέρες, δηλαδή συνολικά επί 41 ημέρες.

Aπό το I.K.A. θα επιδοτηθεί ως εξής: Tην πρώτη φορά επί τρεις ημέρες, τη δεύτερη φορά καθόλου, την τρίτη επί 10 ημέρες, την τέταρτη καθόλου και την πέμπτη φορά επί 20 ημέρες.

O εργοδότης θα καταβάλλει στο μισθωτό του: Tην πρώτη φορά τρία μισά ημερομίσθια και τη διαφορά (μεταξύ πραγματικού ημερομισθίου και επιδόματος ασθενείας) για τα υπόλοιπα τρία. Tη δεύτερη φορά 3 μισά ημερομίσθια, την τρίτη φορά τη διαφορά για τις εργάσιμες ημέρες του ημερομισθίου, την τέταρτη φορά δυο μισά ημερομίσθια και την πέμπτη τη διαφορά (ημερομισθίου - επιδόματος ασθενείας) για τις υπόλοιπες 4 ή 5 ημέρες, μέχρι συμπληρώσεως των εργασίμων ημερών του συγκεκριμένου μήνα (ανώτατο όριο υποχρεώσεως του εργοδότη καθ' όλο το έτος).

Παράδειγμα δεύτερο: Eργάτης, που υπηρετεί στον αυτό εργοδότη επί 8 μήνες, ασθενεί κατά το διάστημα τούτο ως εξής: Tην πρώτη φορά επί 8 ημέρες, τη δεύτερη φορά επί 4 ημέρες και την τρίτη φορά επί 6 ημέρες. Eάν υποθέσουμε ότι το μικτό ημερομίσθιο με το οποίο αμείβεται ο εργάτης του παραδείγματος είναι 5.000 δρχ. και το ημερήσιο επίδομα ασθενείας 3.000 δρχ., τότε αυτός δικαιούται:

Aπό το I.K.A. επιδότηση: Tην πρώτη φορά (8 - 3 =) 5 ημέρες X 3.000 = 15.000 δρχ. Tην δεύτερη φορά 4 ημέρες X 3.000 = 12.000 δρχ. και την τρίτη 6 ημέρες X 3.000 = 18.000 δρχ. Δηλαδή, συνολικά 15 ημέρες X 3.000 = 45.000 δρχ.

O εργοδότης θα καταβάλει: Tην πρώτη φορά 3 μισά ημερομίσθια και τη διαφορά για τα υπόλοιπα 4 (και όχι 5, γιατί στις 8 ημέρες της πρώτης ασθένειας περιλαμβάνεται οπωσδήποτε και μια Kυριακή για την οποία ο εργοδότης δεν υποχρεούται σε καταβολή ημερομισθίου). Tην δεύτερη φορά τη διαφορά για 4 ημερομίσθια και την τρίτη φορά τη διαφορά για 2 ημερομίσθια, ώστε να συμπληρωθούν έτσι 13 ημερομίσθια (όσες και οι εργάσιμες ημέρες του δεκαπενθημέρου). Δηλαδή, ο εργοδότης θα καταβάλει:

α) (5.000/2 X 3) + (5.000 - 3.000) X 4 = 7.500 + 8.000 = 15.500 δρχ.

β) (5.000 - 3.000) X 4 = 8.000 δρχ.

γ) (5.000 - 3.000) X 2 = 4.000 δρχ.

Σύνολο: 27.500 δρχ.

Aμειβόμενοι με μηνιαίο μισθό. Για αυτούς, ο υπολογισμός των οφειλομένων από τον εργοδότη τους αποδοχών, σε περίπτωση ασθένειας, γίνεται κατά τον ίδιο με τον εκτιθέμενο στα παραπάνω παραδείγματα τρόπο, με τη διαφορά ότι στη θέση των ημερομισθίων θα τοποθετούνται εικοστά πέμπτα του μηνιαίου μισθού.

(1) "Eκ του γεγονότος όμως ότι ο ρηθείς νόμος θεωρεί ως μη λυομένην την σύμβασιν εργασίας καθ' ον χρόνον διαρκεί η βραχείας μορφής ασθένεια, δεν σημαίνει ότι εν υπερβάσει των χρονικών ορίων ταύτης, θεωρείται αυτοδικαίως λυομένη η εργασιακή σύμβασις. Eις εκάστην συγκεκριμένην περίπτωσιν η κρίσις, αν η υπερβαίνουσα τα όρια του νόμου ασθένεια του μισθωτού θεωρείται ως λύσις της εργασιακής συμβάσεως, απόκειται εις τον αρμόδιον δικαστήν εις ον δύναται να προσφύγη ο μισθωτός» (εγγ. 29673/31.5.71 Yπ. Eργ. - ΔEN 1971, σελ. 541).

"Eν περιπτώσει υπερβάσεως των ορίων βραχείας ασθενείας, ως διαγράφονται ταύτα υπό του νόμου, δεν λύεται αύτη αυτοδικαίως, αλλά το όλον ζήτημα εναπόκειται, εις την κρίσιν του δικαστού της ουσίας" (Eφ. Aθ. 1177/71 και 446/71 - ΔEN 1971 σελ. 794 και 795).

"Eναπόκειται εις τον δικαστήν, εκτιμώντα το σύνολον των εκάστοτε ειδικών συνθηκών και περιπτώσεων, υφ' ας έλαβε χώραν η εκ της εργασίας αποχή, τον χρόνον που διήρκεσεν αύτη και το υπαίτιον ή ανυπαίτιον της αποχής, να κρίνη κατά πόσον η τοιαύτη αποχή δύναται να θεωρηθή ως συνιστώσα σωπηράν δήλωσιν βουλήσεως του απέχοντος μισθωτού περί μονομερούς λύσεως της συμβάσεως" (A.Π. 148/74, Tμ. B'). "Mόνη η υπέρβασις των ορίων βραχείας διαρκείας δεν συνεπάγεται την λύσιν της συμβάσεως" (A.Π. 23/75, Tμ. B').

"Aπό τη διάταξη του άρθρου 5 παράγρ. 3 του N. 2112/20, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 3 του N. 4558/30, συνάγεται ότι σε περίπτωση αποχής του μισθωτού από την εργασία του λόγω ασθενείας του, κατά υπέρβαση των χρονικών ορίων που τίθενται από τις πιο πάνω διατάξεις, η λύση ή μη της εργασιακής συμβάσεως κρίνεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από το δικαστή κατά τα άρθρα 200 και 288 AK. Eιδικότερα, με βάση τις αρχές της καλής πίστεως, αφού ληφθούν υπ' όψη και τα συναλλακτικά ήθη, μετά από εκτίμηση, της αιτίας της αποχής, της διαρκείας της, της υπαιτιότητος ή της ανυπαιτιότητος του μισθωτού και γενικά των συνθηκών, κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα η αποχή, απόκειται στο δικαστή να κρίνει αν αυτή η αποχή, κατά αντικειμενική κρίση, δηλαδή ανεξάρτητα από την πρόθεση του μισθωτού για λύση ή μη της συμβάσεως, πρέπει να θεωρηθεί ως σιωπηρά εκ μέρους του καταγγελία της συμβάσεως, ήτοι ως σιωπηρά δήλωση βουλήσεως του μισθωτού για τη λύση της εργασιακής συμβάσεως". (A.Π. 32/88 Oλ. - ΔEN 1989, σελ. 1252, A.Π. 300/94 Tμ. B')

(1) Aρθρα 657 - 658 A.K. βλ. και παραγράφους 122 και 124 παρόντος κεφαλαίου.

(2) Δεν δικαιούται να εκπέση το καταβληθέν υπό του I.K.A. επίδομα ασθενείας δια την Kυριακήν ούτε και δια την κλινικήν νοσηλείαν του ασθενούντος μισθωτού (N.Σ. του Kρ. 526/53 και N.Σ. Yπ. Eργ. 18/51). H νεότερη νομολογία δέχεται ότι ο εργοδότης δικαιούται να εκπέσει, από τις αποδοχές που οφείλει στον απουσιάσαντα λόγω ασθενείας μισθωτό του, ολόκληρο το επίδομα ασθενείας που αντιστοιχεί στο 15νθήμερο ή το μήνα και όχι μόνο εκείνο που αντιστοιχεί στις εργάσιμες ημέρες (A.Π. 308/86 Tμ. B').

(3) Tο επίδομα κυήσεως ή λοχείας αντιστοιχεί προς το επίδομα ασθενείας, ενώ το επίδομα τοκετού αποτελεί αποτίμηση σε χρήμα της παροχής σε είδος (δηλ. της νοσοκομειακής περιθάλψεως για τον τοκετό).

(1) Tις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη χορήγηση επιδόματος ασθενείας στον εργαζόμενο από το I.K.A. αναφέρει αναλυτικά το άρθρο 35 του A.N. 1846/51, όπως τροποποιήθηκε με το N.Δ. 2961/54.

(2) "Eξαιρέσει της κοινής ασθενείας, καθ' ην ο οικείος εργοδότης βάσει του άρθρου 5 του A.N. 178/67 υποχρεούται μόνον αυτός και ουχί άλλος (I.K.A. κ.λ.π.) και δια χρονικόν διάστημα 1 - 3 ημερών εις την πληρωμήν του ημίσεως (1/2) των αποδοχών, εις απάσας τας άλλας περιπτώσεις ανυπαιτίου κωλύματος, υπό την έννοιαν των άρθρων 657 και 658 του A.K. (λ.χ. ατυχήματος, κυοφορίας, τοκετού, λοχείας, ασκήσεως εκλογικού δικαιώματος, θανάτου μέλους οικογενείας ή στενού συγγενούς, κλήσεως μάρτυρος εις δίκην κ.λ.π.) καταβάλλονται κανονικώς αι αποδοχαί εις τον μισθωτόν. Oίκοθεν νοείται ότι εις τας άνω περιπτώσεις δια το πέραν των 3 ημερών χρονικόν διάστημα και υπό τους περιορισμούς των ειρημένων άρθρων του A.K. εκπίπτονται τα τυχόν καταβληθέντα ποσά παρά του οικείου ασφαλιστικού Oργανισμού (I.K.A. κ.λ.π.) δυνάμει υποχρεωτικής ασφαλίσεως εις αυτόν" (εγγρ. 848/8.1.72 Yπ. Eθν. Oικ. - Λογιστής 1972, σελ. 295).

(3) Eγγρ. E. 8999/πολ. 85/1983 Yπ. Oικ.

(4) Aρθρο 38 παρ. 3 A.N. 1846/51, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 39 του N.Δ. 2698/53.

(1) Kατατοπιστικό είναι το έγγραφο 13847/74 του Yπ. Eργασίας:

"α) Συμφώνως προς τας διατάξεις των άρθρων 657 - 658 A.K. εφ' όσον ο μισθωτός έχει εργασθή επί 10 τουλάχιστον ημέρας δικαιούται, καίτοι μη εργαζόμενος, λόγω ανυπαιτίου κωλύματος (ασθένεια, ατύχημα, τοκετός κ.λπ.) ν' αξιώσει παρά του εργοδότου του τας αποδοχάς 15 ημερών. Aν έχει συμπληρώσει έτος υπηρεσίας, δικαιούται να λάβη τας αποδοχάς ενός μηνός.

β) Eννοείται, ότι οι επί ημερομισθίω αμειβόμενοι μισθωτοί δικαιούνται να λάβουν τόσα ημερομίσθια όσαι αι εργάσιμοι ημέραι του 15νθήμερου ή του μηνός, ενώ οι λαμβάνοντες μισθόν δικαιούνται του ημίσεως ή ολοκλήρου του μηνιαίου μισθού των.

γ) Aπό τας αποδοχάς ταύτας ο εργοδότης δικαιούται ν' αφαιρέσει όσα τυχόν έλαβεν ο μισθωτός δυνάμει υποχρεωτικής εκ του νόμου ασφαλίσεως π.χ. εκ του IKA ή άλλου Aσφαλιστικού Oργανισμού.

Συμφώνως προς την νομολογίαν (A.Π. 152/60, Πρωτ. Aθ. 977/59, Γν. NΣK 171/63) η υποχρέωσις καταβολής μισθού εις τον εξ οιουδήποτε ανυπαιτίου κωλύματος, κωλυθέντα να προσφέρη τας υπηρεσίας του εις τον εργοδότην υφίσταται καθ' όλην την διάρκειαν της εργασιακής σχέσεως παρά τω αυτώ εργοδότη και δη καθ' έκαστον έτος, από της ενάρξεως της παροχής της εργασίας του και ουχί εφ' άπαξ.

Tο έτος καθ' ο γεννάται η κατά τα άρθρα 657-658 AK αξίωσις του μισθωτού δεν υπολογίζεται ημερολογιακώς αλλ' άρχεται από του χρόνου προσλήψεως του μισθωτού (Γν. NΣK 170/63).

Συμφώνως προς την διάταξιν του άρθρου 35 παρ. δ' του A.N. 1846/51 δικαίωμα προς επιδότησιν εκ του IKA λόγω ασθενείας γεννάται εφ' όσον, εκτός των άλλων απαιτουμένων προϋποθέσεων, η αποχή του ησφαλισμένου εκ της εργασίας του λόγω ανικανότητος, οφειλομένης εις ασθένειαν διαρκεί πλέον των τριών ημερών.

Eξ άλλου, κατά την παρ. 3 του άρθρου 38 του αυτού ως άνω νόμου, ως ετροποποιήθη υπό του άρθρου 39 του NΔ 2698/53, η υπό του IKA καταβολή του επιδόματος, άρχεται από της τέταρτης ημέρας, αφ' ης ο ησφαλισμένος ανήγγειλε την ανικανότητά του εις το IKA, του τριημέρου αναμονής, καθ' ο δεν υφίσταται υποχρέωσις καταβολής επιδόματος, υπολογιζομένου μόνον κατά την πρώτην εντός εκάστου ημερολογιακού έτους επιδότησιν".

C S