Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2008

Χρόνος και τρόπος υποβολής της εκκαθαριστικής δήλωσης Φ.Π.Α. έτους 2008.

Χρόνος και τρόπος υποβολής της εκκαθαριστικής δήλωσης Φ.Π.Α. έτους 2008.
Όροι και προϋποθέσεις υποβολής της εμπρόθεσμης πιστωτικής ή μηδενικής εκκαθαριστικής δήλωσης Φ.Π.Α. με τη χρήση ηλεκτρονικής μεθόδου (TAXISnet) των υποκειμένων, των οποίων η διαχειριστική τους περίοδος λήγει την 31/12/2008.
Υποχρεωτική η ηλεκτρονική υποβολή για τους τηρούντες βιβλία Γ κατηγορίας του Κ.Β.Σ.

Α.Υ.Ο. 1115002/14.11.2008/Πολ. 1154

Έχοντας υπόψη :
1. Τις παρακάτω διατάξεις του Κώδικα Φ.Π.Α. που κυρώθηκε με το ν.2859/7-11-2000(ΦΕΚ 248 Α), όπως ισχύουν :
α) της περίπτωσης β της παραγράφου 4, της περίπτωσης η της παραγράφου 7, της περίπτωσης α της παραγράφου 9 και της παραγράφου 11 του άρθρου 36,
β) της περίπτωσης β της παραγράφου 1 και των παραγράφων 2, 9 και 11 του άρθρου 38,
γ) των παραγράφων 1 και 8 του άρθρου 48,
δ) της παραγράφου 2 του άρθρου 59 και
ε) της παραγράφου 3 του άρθρου 64.
2. Τις διατάξεις της 1121743/9331/1677/Α0014/ΠΟΛ.1157/19-12-2007(ΦΕΚ 2490Β/31-12-2007) απόφασης του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών.
3. Τις διατάξεις του άρθρου 69 του π.δ. 16/1989 (ΦΕΚ 6 Α).
4. Τις διατάξεις του άρθρου 12 του ν.2362/1995 (ΦΕΚ 247 Α), περί αποδεικτικών εισπράξεως.
5. Την 42362/Y252/28-9-2007 (ΦΕΚ 1948Β/3-10-2007) κοινή απόφαση του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, περί καθορισμού αρμοδιοτήτων των Υφυπουργών Οικονομίας και Οικονομικών.
6. Την ανάγκη διευκόλυνσης των υποκειμένων στο Φ.Π.Α. για την εκπλήρωση των φορολογικών τους υποχρεώσεων.
7. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της απόφασης αυτής δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού.

Αποφασίζουμε

Αρθρο 1
Χρόνος και τρόπος υποβολής

1. Η εκκαθαριστική δήλωση Φ.Π.Α. υποβάλλεται :
α) Για υποκείμενους των οποίων η διαχειριστική περίοδος λήγει την 31/12/2008.
Ι. Μέχρι την 9η Μαρτίου 2009 για υποκείμενους, οι οποίοι κατά τη λήξη της διαχειριστικής περιόδου τηρούσαν βιβλία Α ή Β κατηγορίας του Κ.Β.Σ.
ΙΙ. Μέχρι την 11η Μαΐου 2009 για υποκείμενους, οι οποίοι κατά τη λήξη της διαχειριστικής περιόδου τηρούσαν βιβλία Γ κατηγορίας του Κ.Β.Σ., καθώς και το Δημόσιο.
Η υποβολή των εκκαθαριστικών δηλώσεων των προηγουμένων εδαφίων, πραγματοποιείται ανάλογα με το τελευταίο ψηφίο του Αριθμού Φορολογικού Μητρώου (ΑΦΜ) του υποκειμένου και ολοκληρώνεται μέσα σε 11 εργάσιμες ημέρες, ως εξής :
Τελευταίο ψηφίο ΑΦΜ 1 --> Την 9η Μαρτίου 2009 (για βιβλία Α και Β κατηγορίας)
Τελευταίο ψηφίο ΑΦΜ 1 --> Την 11η Μαΐου 2009 (για βιβλία Γ κατηγορίας)
Τελευταίο ψηφίο ΑΦΜ 2 --> Την επόμενη εργάσιμη ημέρα της προθεσμίας για το ψηφίο 1
Τελευταίο ψηφίο ΑΦΜ 3 --> Την επόμενη εργάσιμη ημέρα της προθεσμίας για το ψηφίο 2
Τελευταίο ψηφίο ΑΦΜ 4 --> Την επόμενη εργάσιμη ημέρα της προθεσμίας για το ψηφίο 3
Τελευταίο ψηφίο ΑΦΜ 5 --> Την επόμενη εργάσιμη ημέρα της προθεσμίας για το ψηφίο 4
Τελευταίο ψηφίο ΑΦΜ 6 --> Την επόμενη εργάσιμη ημέρα της προθεσμίας για το ψηφίο 5
Τελευταίο ψηφίο ΑΦΜ 7 --> Την επόμενη εργάσιμη ημέρα της προθεσμίας για το ψηφίο 6
Τελευταίο ψηφίο ΑΦΜ 8 --> Την επόμενη εργάσιμη ημέρα της προθεσμίας για το ψηφίο 7
Τελευταίο ψηφίο ΑΦΜ 9 --> Την επόμενη εργάσιμη ημέρα της προθεσμίας για το ψηφίο 8
Τελευταίο ψηφίο ΑΦΜ 10-50 --> Την επόμενη εργάσιμη ημέρα της προθεσμίας για το ψηφίο 9
Τελευταίο ψηφίο ΑΦΜ 60-00 --> Την επόμενη εργάσιμη ημέρα της προθεσμίας για το ψηφίο 10-50

β) Για υποκείμενους των οποίων η διαχειριστική περίοδος λήγει άλλη ημερομηνία από οποιαδήποτε αιτία ή λόγω οριστικής παύσης εργασιών ή διακοπής των υπαγομένων σε Φ.Π.Α. δραστηριοτήτων, μετά την 1/1/2009.
Ι. Μέχρι την 20η ημέρα του τρίτου μήνα από το τέλος του μήνα της λήξης της διαχειριστικής περιόδου ή της οριστικής παύσης εργασιών ή της διακοπής των υπαγομένων σε Φ.Π.Α. δραστηριοτήτων, εάν κατά τη λήξη τηρούσαν βιβλία Α ή Β κατηγορίας του Κ.Β.Σ.
ΙΙ. Μέχρι την 20η ημέρα του πέμπτου μήνα από το τέλος του μήνα της λήξης της διαχειριστικής περιόδου ή της οριστικής παύσης εργασιών ή της διακοπής των υπαγομένων σε Φ.Π.Α. δραστηριοτήτων, εάν κατά τη λήξη τηρούσαν βιβλία Γ κατηγορίας του Κ.Β.Σ.

γ) Για οριστική παύση εργασιών λόγω θανάτου του υποκειμένου.
Ι. Μέχρι την 20η ημέρα του τρίτου μήνα από το τέλος του μήνα της εμπρόθεσμης υποβολής της δήλωσης οριστικής παύσης εργασιών σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης γ της παραγράφου 1 του άρθρου 36 του Κώδικα Φ.Π.Α. (ν.2859/2000), αν κατά τη λήξη της διαχειριστικής αυτής περιόδου τηρούσε βιβλία Α ή Β κατηγορίας του Κ.Β.Σ.
ΙΙ. Μέχρι την 20η ημέρα του πέμπτου μήνα από το τέλος του μήνα της εμπρόθεσμης υποβολής της δήλωσης οριστικής παύσης εργασιών σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης γ της παραγράφου 1 του άρθρου 36 του Κώδικα Φ.Π.Α. (ν.2859/2000), αν κατά τη λήξη της διαχειριστικής αυτής περιόδου τηρούσε βιβλία Γ κατηγορίας του Κ.Β.Σ.
2. Για τις εκκαθαριστικές δηλώσεις που υποβάλλονται σύμφωνα με όσα ορίζονται στις παραπάνω περιπτώσεις β και γ της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, δεν ισχύει ησταδιακή υποβολή που προβλέπεται στην περίπτωση α'.
3. Οι ανωτέρω προθεσμίες, καθώς και οι προθεσμίες που καθορίζονται από τις διατάξεις του άρθρου 5 (για ηλεκτρονική υποβολή) της παρούσας απόφασης, ισχύουν για τις εκκαθαριστικές δηλώσεις που υποβάλλουν οι υπό ίδρυση επιχειρήσεις :
α) Κατ’ έτος κατά τη διάρκεια του ιδρυτικού τους σταδίου,
β) μετά την υποβολή της δήλωσης διακοπής εργασιών, που υποβάλλουν, όταν συσταθεί η επιχείρηση και ανάλογα
Ι. με την κατηγορία των βιβλίων του Κ.Β.Σ., εφόσον τηρούσαν, στο τέλος του έτους που αφορά η εκκαθαριστική δήλωση ή κατά την διακοπή των εργασιών στο τέλος του ιδρυτικού τους σταδίου, ή
ΙΙ. με την επιλογή του χρόνου υποβολής των περιοδικών δηλώσεων Φ.Π.Α. στην περίπτωση που δεν τηρούσαν βιβλία του Κ.Β.Σ.
4. Σε περίπτωση γενικής ή τοπικής αργίας ή τοπικά μη εργάσιμης ημέρας, οι εκκαθαριστικές δηλώσεις, η προθεσμία υποβολής των οποίων λήγει κατά την ημερομηνία αυτή, υποβάλλονται την αμέσως επόμενη εργάσιμη ημέρα και μεταφέρεται κατά μία ημέρα η προθεσμία υποβολής των υπολοίπων δηλώσεων.
5. Η εκκαθαριστική δήλωση υποβάλλεται σε τρία αντίτυπα στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. της έδρας ή του κεντρικού. Κατ εξαίρεση, οι εποχιακές επιχειρήσεις και οι επιχειρήσεις που εδρεύουν σε νησί που δεν υπάρχει Δ.Ο.Υ. μπορούν να αποστέλλουν την εκκαθαριστική τους δήλωση στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. με συστημένη επιστολή.
Αν προκύπτει ποσό για καταβολή επισυνάπτεται ισόποση τραπεζική επιταγή. Η επιταγή εκδίδεται σε διαταγή της αρμόδιας για την παραλαβή της εκκαθαριστικής δήλωσης Δ.Ο.Υ. ή σε διαταγή του Ελληνικού Δημοσίου.
6. Αν δεν προκύπτει ποσό για καταβολή, η εκκαθαριστική δήλωση αποτελεί αποδεικτικό υποβολής.
Όταν όμως προκύπτει ποσό για καταβολή, αποδεικτικό υποβολής και είσπραξης αποτελεί :
α) Η ίδια η εκκαθαριστική δήλωση, εφόσον δεν εκδίδεται μηχανογραφικά ιδιαίτερο αποδεικτικό είσπραξης και εφόσον φέρει την υπογραφή του παραλαβόντος υπαλλήλου και του Ταμία,
β) το ιδιαίτερο αποδεικτικό είσπραξης, αν εκδίδεται μηχανογραφικά και εφόσον αυτό φέρει την υπογραφή του εκδότη και του Ταμία.

Αρθρο 2
Ηλεκτρονική υποβολή

Οι υποκείμενοι, των οποίων η διαχειριστική περίοδος λήγει την 31/12/2008, έχουν τη δυνατότητα με την επιφύλαξη του άρθρου 3 της παρούσας απόφασης να υποβάλλουν τις αρχικές, εμπρόθεσμες, πιστωτικές ή μηδενικές εκκαθαριστικές δηλώσεις Φ.Π.Α. έτους 2008 με τη χρήση ηλεκτρονικής μεθόδου (ΤΑΧΙSnet), εφόσον για τη διαχειριστική περίοδο αυτή έχουν υποβάλει όλες τις περιοδικές δηλώσεις (εμπρόθεσμες, εκπρόθεσμες και τροποποιητικές) Φ.Π.Α. (μέσω ΤΑΧΙS ή ΤΑΧΙSnet) μέχρι πέντε (5) εργάσιμες ημέρες πριν από την υποβολή της εκκαθαριστικής δήλωσης.

Οι υποκείμενοι που έχουν υποχρέωση συνυποβολής με την εκκαθαριστική δήλωση Φ.Π.Α. έτους 2008 των ειδικών καταστάσεωντων Α.Υ.Ο. 1103551/8478/ Α0014/ΠΟΛ.1262/2-8-1993 (ΦΕΚ 675 Β/ 2-8-1993) και 1013633/8911/1807/0014/ ΠΟΛ.1029/2-2-1995 (ΦΕΚ 105 Β/17-2-1995) έχουν τη δυνατότητα να υποβάλλουν την ως άνω εκκαθαριστική δήλωση με τη χρήση ηλεκτρονικής μεθόδου (ΤΑΧΙSnet) και να αποστείλουν στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. τις ειδικές καταστάσεις με συστημένη επιστολή μέχρι τις ημερομηνίες που καθορίζονται από τις διατάξεις του άρθρου 5 της παρούσας απόφασης.
Εξαιρούνται της παραπάνω δυνατότητας οι υποκείμενοι, που :
1. Υποβάλλουν εκκαθαριστική δήλωση έτους 2008 με επιφύλαξη.
2. Η διαχειριστική τους περίοδος έληξε σε ημερομηνία διαφορετική από την 31/12/2008.
3. Έχουν υποβάλει δήλωση μεταβολής και έχουν τεθεί σε εκκαθάριση ή πτώχευση ή αδράνεια.
4. Έχουν υποβάλει δήλωση διακοπής εργασιών :
α) Εντός του έτους 2008 ή
β) εντός του έτους 2009 και μέχρι την υποβολή της εκκαθαριστικής δήλωσης Φ.Π.Α. έτους 2008.
5. Έχουν αλλαγή κατηγορίας βιβλίων Κ.Β.Σ. μέσα στην οικεία διαχειριστική περίοδο.
6. Η αρμόδια Δ.Ο.Υ. φορολογίας τους την 31/12/2008 ήταν η Δ.Ο.Υ. Αγίου Αθανασίου.
7. Υπάγονται στις διατάξεις περί μετασχηματισμού, μετατροπής, συγχώνευσης, διάσπασης ή απορρόφησης εντός του έτους 2008.
8. Μετατάχθηκαν μετά την 31/12/2007 από το απαλλασσόμενο ή από το ειδικό καθεστώς, στο κανονικό καθεστώς με βιβλία Β κατηγορίας του Κ.Β.Σ.

Αρθρο 3
Υποχρέωση υποβολής της εκκαθαριστικής δήλωσης Φ.Π.Α. έτους 2008 με τη χρήση ηλεκτρονικής μεθόδου (TAXISnet)

1. Οι υποκείμενοι των οποίων η διαχειριστική τους περίοδος λήγει την 31/12/2008 και κατά τη λήξη τηρούν βιβλία Γ κατηγορίας του Κ.Β.Σ. υποχρεούνται να υποβάλλουν τις σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 2 της παρούσας εκκαθαριστικές δηλώσεις Φ.Π.Α. έτους 2008 αποκλειστικά και μόνο με τη χρήση ηλεκτρονικής μεθόδου (TAXISnet).
2. Η υποχρεωτική υποβολή των ως άνω εκκαθαριστικών δηλώσεων αποκλειστικά και μόνο με ηλεκτρονικό τρόπο δεν ισχύει και συνεπώς επιτρέπεται η υποβολή τους στην αρμόδια Δ.Ο.Υ.
α) Από τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, τους Δήμους, τις Κοινότητες, τους Συνεταιρισμούς και γενικά τα Νομικά Πρόσωπα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα,
β) από την Τράπεζα της Ελλάδας.

Αρθρο 4
Πιστοποίηση των υποκειμένων στο φόρο

Οι υποκείμενοι στο φόρο που έχουν τη δυνατότητα να υποβάλλουν ηλεκτρονικά την εκκαθαριστική δήλωση Φ.Π.Α. έτους 2008, μετά από αίτηση - εγγραφή τους στο ειδικό δίκτυο (ΤΑΧISnet) πιστοποιούνται από τη Γενική Γραμματεία Πληροφορικών Συστημάτων και λαμβάνουν όνομα και κωδικό χρήστη. Η πρόσβαση στο TAXISnet για την υποβολή των ανωτέρω δηλώσεων είναι εφικτή με τη χρήση των κωδικών αυτών.
Η διαδικασία αυτή δεν απαιτείται για τους υποκείμενους, που έχουν ήδη πιστοποιηθεί από τη Γ.Γ.Π.Σ. και έχουν λάβει κωδικούς για την υποβολή των περιοδικών δηλώσεων Φ.Π.Α. ή της εκκαθαριστικής δήλωσης Φ.Π.Α. έτους 2006 ή 2007.
Στην περίπτωση που οι υποκείμενοι έχουν πιστοποιηθεί και έχουν λάβει κωδικούς για άλλη εφαρμογή (Εισόδημα, Κ.Β.Σ., V.I.E.S.), εισάγουν στο σύστημα αυτούς τους κωδικούς και υποβάλλουν συμπληρωματική αίτηση, προκειμένου να τους χορηγηθούν κωδικοί για υποβολή των δηλώσεων Φ.Π.Α.
Αρχικές ή συμπληρωματικές αιτήσεις για πιστοποίηση στη Γ.Γ.Π.Σ. υποβάλλονται ηλεκτρονικά δέκα (10) ημέρες πριν την υποβολή της εκκαθαριστικής δήλωσης Φ.Π.Α.
Ο συνδυασμός του ονόματος και του κωδικού χρήστη ταυτοποιεί τον συγκεκριμένο υποκείμενο, αποτελεί απόρρητο προσωπικό στοιχείο και επιτρέπεται μόνο στον ίδιο να τον διαχειρίζεται και να τον μεταβάλλει, έτσι ώστε μόνο ο υποκείμενος ή πρόσωπα της επιλογής του να είναι σε γνώση αυτού και να έχουν τη δυνατότητα χρήσης του.
Για την περίπτωση αναστολής της πιστοποίησης ισχύουν τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 4 της Α.Υ.Ο. 1023240/ 1107/163/0014/ ΠΟΛ.1055/2-3-2001 (ΦΕΚ 215 Β).
Η ηλεκτρονική μορφή της δήλωσης διαβιβάζεται κρυπτογραφημένη και ταυτοποιείται μονοσήμαντα με το όνομα και τον κωδικό χρήστη.

Αρθρο 5
Ημερομηνία ηλεκτρονικής υποβολής

Η εκκαθαριστική δήλωση Φ.Π.Α. έτους 2008 με τη χρήση ηλεκτρονικής μεθόδου (μέσω του ειδικού δικτύου TAXISnet)μπορεί να υποβληθεί από 9 Φεβρουαρίου 2009 :
I. Μέχρι την 23η Μαρτίου 2009 για υποκείμενους, οι οποίοι κατά τη λήξη της διαχειριστικής περιόδου (31/12/2008) τηρούσαν βιβλία Α ή Β κατηγορίας του Κ.Β.Σ.
II. Μέχρι την 25η Μαΐου 2009 για υποκείμενους, οι οποίοι κατά τη λήξη της διαχειριστικής περιόδου (31/12/2008) τηρούσαν βιβλία Γ κατηγορίας του Κ.Β.Σ.
Οι ίδιες προθεσμίες ισχύουν και για τις περιπτώσεις, που οι δηλώσεις αυτές, υποβάλλονται στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. λόγω τεχνικής αδυναμίας υποβολής τους μέσω του συστήματος TAXISnet.
Σε περίπτωση γενικής ή τοπικής αργίας ή τοπικά μη εργάσιμης ημέρας οι παραπάνω προθεσμίες μετακυλίονται κατά μία ημέρα. Στηνπερίπτωση γενικής αργίας η υποβολή μπορεί να γίνει με τη χρήση ηλεκτρονικής μεθόδου (μέσω του ειδικού δικτύου TAXISnet) και στις λοιπές περιπτώσεις αποκλειστικά στην αρμόδια Δ.Ο.Υ.
Ως ημερομηνία υποβολής θεωρείται η ημερομηνία αποδοχής και επιτυχούς καταχώρησης αυτής στο σύστημα TAXISnet, με αυτόματη απόδοση στον αποστολέα - υποκείμενο μοναδικού αριθμού καταχώρησης δήλωσης.
Η εμφάνιση στην οθόνη της δήλωσης συσχετισμένης με το μοναδικό αριθμό καταχώρησης και την ημερομηνία υποβολήςτης ή η εκτύπωσή της μέσω του συστήματος TAXISnetαποτελούν για τον υποκείμενο την πληροφορία ή το αντίγραφο υποβολής της αντίστοιχα.

Αρθρο 6
Έλεγχος των ηλεκτρονικά υποβληθεισών εκκαθαριστικών δηλώσεων

Η αρμόδια Δ.Ο.Υ. έχει τη δυνατότητα εκτύπωσης των δηλώσεων που παρελήφθησαν μέσω του συστήματος TAXISnet και μπορεί να τις διαχειριστεί, όπως τις δηλώσεις που παρέλαβε μηχανογραφικά τοπικά στη Δ.Ο.Υ. μέσω TAXIS ή χειρόγραφα.
Στην περίπτωση διπλής υποβολής για την ίδια διαχειριστική περίοδο μέσω TAXISnet και μέσω Δ.Ο.Υ. δεκτή γίνεται η υποβληθείσα στη Δ.Ο.Υ., ενώ απορρίπτεται η υποβληθείσα μέσω TAXISnet.

Αρθρο 7

Η παρούσα απόφαση, που ισχύει από 1/1/2009, να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Εκτύπωση

Ποιοι χάνουν εισόδημα με την αύξηση της παρακράτησης φόρου

Ποιοι χάνουν εισόδημα με την αύξηση της παρακράτησης φόρου

Ποδαρικό με περισσότερους φόρους για τους μισθωτούς και συνταξιούχους με χαμηλά και μεσαία εισοδήματα θα κάνει το 2009.

Παρά τη μείωση των φορολογικών συντελεστών, άγαμοι μισθωτοί και έγγαμοι χωρίς παιδιά με μηνιαίο εισόδημα από 850 ευρώ έως και 1.500 ευρώ, φορολογούμενοι με ένα παιδί που παίρνουν μισθό 1.000 ευρώ έως 1.600 ευρώ καθώς και μισθωτοί που έχουν δύο παιδιά και μηνιαίες αποδοχές 1.100 ευρώ, θα διαπιστώσουν ότι τον επόμενο χρόνο θα έχουν αυξημένη παρακράτηση φόρου και επομένως μικρότερο διαθέσιμο εισόδημα.

Ο φόρος που θα παρακρατηθεί το επόμενο έτος στους μισθούς και τις συντάξεις θα είναι αυξημένος σε σχέση με φέτος κατά 9% ή 505 εκατ. ευρώ! Συνολικά θα ανέλθει σε 6,12 δις. ευρώ έναντι 5,61 δις. ευρώ που εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί φέτος.

Οι αυξήσεις ? ψίχουλα (3,2% - 3,5% στους δημοσίους υπαλλήλους και περίπου 4% στους συνταξιούχους του δημοσίου) που σχεδιάζονται για το 2009 εξανεμίζονται λόγω της εμμονής της κυβέρνησης να μην προχωράει σε τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας και να διατηρεί το αφορολόγητο όριο στα ίδια επίπεδα.

Πιο συγκεκριμένα το επόμενο έτος:

- Οι μισθωτοί χωρίς παιδιά και οι συνταξιούχοι, με μηνιαίες αποδοχές από 850 έως 1.500 ευρώ θα έχουν αυξημένη παρακράτηση φόρου έως 60,65% σε σχέση με φέτος.

- Οι μισθωτοί που έχουν ένα παιδί και αποδοχές από 1.000 έως 1.600 ευρώ το μήνα θα έχουν αυξημένη παρακράτηση φόρου έως 38%.

- Πιο ευνοημένοι θα είναι οι μισθωτοί με δύο παιδιά καθώς οι περισσότεροι θα διαπιστώσουν ότι η εφορία θα τους κρατάει λιγότερο φόρο από το μισθό τους.

Για ορισμένες κατηγορίες μισθωτών και συνταξιούχων οι κρατήσεις φόρου θα αυξηθούν κατά ποσοστά μεγαλύτερα από τις αυξήσεις των εισοδημάτων τους. Έτσι, οι τελικές αυξήσεις που θα λάβουν επί των καθαρών μισθών ή συντάξεων θα είναι χαμηλότερες από τις αυξήσεις που θα προβλέπει η εισοδηματική πολιτική ή οι συλλογικές συμβάσεις για τις ακαθάριστες αποδοχές τους. Ένα τμήμα των εισοδηματικών αυξήσεων που θα λάβουν το 2009 θα τους το πάρει, το κράτος μέσω της εφορίας!

Μικρότερες κρατήσεις φόρου εισοδήματος θα έχουν οι μισθωτοί χωρίς παιδιά και οι συνταξιούχοι που λαμβάνουν αποδοχές από 1.600 ευρώ, για τους μισθωτούς με ένα παιδί και αποδοχές άνω των 1.700 ευρώ καθώς και για τους μισθωτούς με δύο παιδιά και αποδοχές άνω των 1.200 ευρώ.

Σημειώνεται ότι για τη φορολόγηση των εισοδημάτων του 2009 ισχύει το ίδιο αφορολόγητο όριο των 12.000 ευρώ και οι μειωμένοι κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες συντελεστές. Συγκεκριμένα:

- Για το τμήμα του ετήσιου εισοδήματος από τα 12.000 ευρώ έως τα 30.000 ευρώ ο συντελεστής φόρου θα μειωθεί από το 27% στο 25%.

- για το τμήμα του ετησίου εισοδήματος από τα 30.001 έως τα 75.000 ευρώ ο συντελεστής φόρου θα μειωθεί από το 37% στο 35%.

- Για το τμήμα του εισοδήματος άνω των 75.000 ευρώ διατηρείται ο συντελεστής

Περιεχόμενο των συγκεντρωτικών καταστάσεων έτους 2009

Αθήνα, 10 Δεκεμβρίου 2008
Αρ. Πρωτ: 1123061/686/0015
ΠΟΛ: 1162

ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ
ΚΑΙ ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΒΙΒΛΙΩΝ & ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ (Δ15)
ΤΜΗΜΑ: Β

Ταχ. Δ/νση : Καρ. Σερβίας 10
Ταχ. Κώδικας : 101 84 ΑΘΗΝΑ
Πληροφορίες : Σ. Παππά
Τηλέφωνο : 210 3610065


ΘΕΜΑ: Περιεχόμενο των συγκεντρωτικών καταστάσεων της περίπτωσης α' της παραγράφου 1 του άρθρου 20 του π.δ. 186/1992 (Κ.Β.Σ.), για τις συναλλαγές του ημερολογιακού έτους 2009

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις του άρθρου 20 του Κ.Β.Σ. (π.δ. 186/1992.- ΦΕΚ 84/Α'), όπως ισχύουν.
2. Τις διατάξεις της υποπερίπτωσης γεΆ της περίπτωσης γΆ και της περίπτωσης ζ' του άρθρου 38 του Κ.Β.Σ. (π.δ. 186/1992), όπως ισχύουν.
3. Τις διατάξεις της Α.Υ.Ο.Ο. 1079229/559/0015/ΠΟΛ.1114/18.8.2005 (ΦΕΚ Β'/1191/26.8.2005) «Υποχρέωση υποβολής των συγκεντρωτικών καταστάσεων πελατών, προμηθευτών και πιστωτικών υπολοίπων του άρθρου 20 του π.δ. 186/1992 (Κ.Β.Σ.), μόνο με τη χρήση ηλεκτρονικής μεθόδου επικοινωνίας (TAXISnet)».
4. Τις διατάξεις της Α.Υ.Ο.Ο. 1034280/271/0015/ΠΟΛ.1056/5.4.2006 (ΦΕΚ Β'464/13.4.2006) “Περιεχόμενο των συγκεντρωτικών καταστάσεων της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 20 του π.δ. 186/1992 (Κ.Β.Σ.), για τις συναλλαγές από 1.1.2005 και εφεξής”.
5. Την 42362/Υ252/28.9.2007 (ΦΕΚ Β'1948/3.10.2007) κοινή Απόφαση του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, περί «καθορισμού αρμοδιοτήτων των Υφυπουργών Οικονομίας και Οικονομικών».
6. Την ανάγκη διευκόλυνσης των επιτηδευματιών για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους χωρίς πρόσθετες επιβαρύνσεις λόγω της διεθνούς οικονομικής κρίσης.
7. Το γεγονός ότι με την παρούσα απόφαση δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού.


ΑΠΟΦΑΣΙΖΟΥΜΕ

1.Στις συγκεντρωτικές καταστάσεις της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 20 του π.δ. 186/1992 (Κ.Β.Σ.) δεν περιλαμβάνεται, κατ'εξαίρεση, για το ημερολογιακό έτος 2009 η συνολική αξία των συναλλαγών που αφορούν λιανικές πωλήσεις αγαθών και υπηρεσιών καθώς και η συνολική αξία των συναλλαγών για τις οποίες δεν υπάρχει υποχρέωση υποβολής στοιχείων για διασταύρωση σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις.

2.Επίσης, στις καταστάσεις αυτές, για το ίδιο ημερολογιακό έτος δεν συμπεριλαμβάνονται για διασταύρωση
συναλλαγές μεταξύ επιτηδευματιών και προσώπων των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 2 του Κ.Β.Σ. εφόσον η αξία ενός εκάστου στοιχείου που έχει εκδοθεί για αυτές δεν υπερβαίνει το ποσό των 300 ευρώ.

3.Κατά τα λοιπά εφαρμογή έχουν τα οριζόμενα με τις διατάξεις των Α.Υ.Ο.Ο. 1079229/559/0015/ΠΟΛ.1114/18.8.2005 (ΦΕΚ Β'/1191/26.8.2005) και 1034280/271/0015/ΠΟΛ.1056/5.4.2006 (ΦΕΚ Β΄464/13.4.2006).

4.Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Ακριβές Αντίγραφο

Η Προϊσταμένη της Γραμματείας
Ο ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΜΠΕΖΑΣ

Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2008

Δώρα εορτών

Δώρο Χριστουγέννων

Οι μισθωτοί που απασχολούνται συνεχόμενα στον ίδιο εργοδότη από την 1 Μαϊου μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου δικαιούνται δώρο Χριστουγέννων ίσο με ένα μηνιαίο μισθό, αν αμείβονται με μισθό, ή με 25 ημερομίσθια, αν αμείβονται με ημερομίσθιο. Αν οι αμοιβές του μισθωτού είναι κυμαινόμενες (πχ πλασιέ) τότε ο υπολογισμός του δώρου γίνεται με βάση το μέσο όρο των συνολικών αποδοχών για το δοσμένο διάστημα.

Τα δώρα εορτών υπολογίζονται με βάση τις τακτικές αποδοχές. Έτσι ο μηνιαίος μισθός κατά τον υπολογισμό του δώρου προσαυξάνεται κατά τον συντελεστή 0.5/12 (=0.041666) προκειμένου στις τακτικές αποδοχές να συνυπολογίζεται και το επίδομα αδείας, που ισούται με μισό μισθό.

(!) Αν για κάποιο λόγο ο μισθωτός δεν απασχολήθηκε συνεχόμενα στο παραπάνω διάστημα (πχ λήψη άδειας άνευ αποδοχών ή αδικαιολόγητη απουσία) τότε καταβάλλεται η αντίστοιχη (μειωμένη) αναλογία του δώρου. Υπολογίζεται ότι σε κάθε 19 ημέρες εργασιακής σχέσης αντιστοιχούν τα 2/25 του δώρου (δύο ημερομίσθια) Για σχέση εργασίας μικρότερη των 19 ημερών δικαιούται ως δώρο ανάλογο κλάσμα. (Τονίζεται ότι ο όρος ημέρες εργασιακής σχέσης περιλαμβάνει και τις Κυριακές και τις αργίες και όχι μόνο τις ημέρες εργασίας)

Ο υπολογισμός γίνεται με τον παρακάτω τρόπο: Εφόσον στις 19 ημέρες εργασίας ανιστοιχούν 2 ημερομίσθια δώρου, για ένα ημερομίσθιο δώρου απαιτούνται 19/2=9,5 ημέρες εργασίας. Επομένως διαιρείται το σύνολο των ημερών εργασίας με το 9,5 και το αποτέλεσμα πολλαπλασιάζεται με το 1/25 του μηνιαίου μισθού ή με το ακαθάριστο ημερομίσθιο. Τέλος το γινόμενο που προκύπτει προσαυξάνεται κατά 0.041666 (συνυπολογίζοντας επίδομα αδείας στις τακτικές αποδοχές)

Δηλαδή αν Μ είναι ο μηνιαίος μισθός, ΗΕ οι ημέρες εργασιακής σχέσης από 1/5 έως 31/12 τότε το δώρο των Χριστουγέννων υπολογίζεται ως εξής:

Δ = (Μ/25)*(ΗΕ/9.5)*1.04166

Στην περίπτωση των ωρομίσθιων ή των μερικώς απασχολούμενων μισθωτών αθροίζονται οι συνολικές τακτικές αποδοχές που έλαβε ο μισθωτός από την 1/5 μέχρι την 31/12 και εν συνεχεία διαιρούνται με τον αριθμό των ημερών της σχέσης εργασίας έτσι ώστε να εξαχθεί το μέσο ημερομίσθιο. Το μέσο αυτό ημερομίσθιο πολλαπλασιάζεται με τον αριθμό των αναλογούντων ημερομισθίων δώρου έτσι όπως προκύπτει από την πιο πάνω παριγραφή.

Για τους εποχιακώς απασχολούμενους, σε κάθε 8 ημερομίσθια αντιστοιχεί και ένα ημερομίσθιο σα δώρο Χριστουγέννων.

ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ

Ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλλει το δώρο των Χριστουγέννων μέχρι την 21η Δεκεμβρίου. (Έχει όμως το δικαίωμα τα παρακρατήσει μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου το ποσό του επιδόματος που αναλογεί στα δεδουλευμένα από 22 Δεκεμβρίου μέχρι τέλος της χρονιάς.)


Δώρο Πάσχα

Οι μισθωτοί που απασχολούνται συνεχόμενα στον ίδιο εργοδότη από 1 Ιανουαρίου μέχρι 30 Απριλίου δικαιούνται δώρο Πάσχα ίσο με 1/2 του μηνιαίου μισθού, αν αμείβονται με μισθό, ή με 15 ημερομίσθια αν αμείβονται με ημερομίσθιο. Όπως και με το δώρο των Χριστουγέννων, ο μηνιαίος μισθός θεωρείται προσαυξημένος κατά 0,041666 ώστε να περιλαμβάνει και το επίδομα αδείας.

Σε περίπτωση αδικαιολόγητων απουσιών, ή έναρξης/λήξης εργασιακής σχέσης μέσα στο τετράμηνο, εφαρμόζονται όλα όσα εξηγήθηκαν στην περίπτωση του δώρου των Χριστουγέννων. Διαφέρουν όμως οι σχετικοί συντελεστές:

  • Οι αμειβόμενοι με μισθό δικαιούνται για κάθε 9,6 μέρες σχέσης εργασιακής σχέσης 1 ημερομίσθιο επιδόματος (Το 9,6 προκύπτει από τη διαίρεση (120 ημέρες/12,5 ημερομίσθια)

  • Οι αμειβόμενοι με ημερομίσθιο δικαιούνται για κάθε 8 μέρες εργασιακής σχέσης 1 ημερομίσθιο επιδόματος (8= 120 ημέρες/15 ημερομίσθια)

ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ

Ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλλει το δώρο του Πάσχα μέχρι τη Μεγάλη Τετάρτη.

Αναλογία μισθού-ημερομισθίου-ωρομισθίου

Παρόλο που οι εργάσιμες ημέρες μέσα στο μήνα δεν είναι πάντα σταθερές, έχουν θεσπιστεί οι 25 εργάσιμες σα βάση υπολογισμού του ημερομισθίου από το μηνιαίο μισθό.

Υπάλληλοι: Το ημερομίσθιο των υπαλλήλων υπολογίζεται διαιρώντας τον μηνιαίο μισθό με το 25 ανεξαρτήτως της εφαρμογής πενθημέρου ή εξαημέρου. Το ωρομίσθιο υπολογίζεται διαιρώντας το μισθό με το 25 (κάνοντας αναγωγή σε ημερομίσθιο), πολλαπλασιάζοντας με το 6 και διαιρώντας με το ισχύον εβδομαδιαίο συμβατικό ωράριο (δηλαδή 40 ή λιγότερο αν ισχύει ευνοϊκότερη σύμβαση):

ΩΡΟΜΙΣΘΙΟ = (ΜΙΣΘΟΣ*6/25)/40

Εργατοτεχνίτες: Για όλους όσους αμείβονται με ημερομίσθιο, οι μηνιαίες αποδοχές προκύπτουν από τον πολλαπλασιασμό του ημερομισθίου με τον πραγματικό αριθμό των εργάσιμων ημερών του μήνα και ανεξάρτητα, φυσικά, από το ισχύον σύστημα απασχόλησης (πενθήμερο ή εξαήμερο). Για τον υπολογισμό του ωρομισθίου πολλαπλασιάζουμε το ημερομίσθιο επί 6 και το διαιρούμε με το ισχύον συμβατικό εβδομαδιαίο ωράριο (δηλαδή 40 ή λιγότερο):

ΩΡΟΜΙΣΘΙΟ = (ΗΜΕΡΟΜΙΣΘΙΟ*6)/40

Μερικώς απασχολούμενοι: Με βάση το Ν.2874/2000 (Νόμο Γιαννίτση) οι μερικώς απασχολούμενοι που αμείβονται με το κατώτατο όριο αποδοχών και απασχολούνται λιγότερο από 4 ώρες ημερησίως, δικαιούνται προσαύξηση 7.5% ανά ώρα απασχόλησης.

Αμοιβή μειωμένης απασχόλησης: Αν ένας υπάλληλος που εργάζεται με πλήρη απασχόληση απουσιάσει αδικαιολόγητα από την εργασία, τότε για τον υπολογισμό των αποδοχών του αφαιρούνται τόσα ωρομίσθια όσα και οι ώρες απουσίας:

ΠΟΣΟ ΠΡΟΣ ΑΦΑΙΡΕΣΗ = ΩΡΕΣ ΑΠΟΥΣΙΑΣ * ΩΡΟΜΙΣΘΙΟ

Όμοιος είναι ο υπολογισμός και στην περίπτωση των εργατοτεχνιτών.

Στην περίπτωση πρόσληψης (ή λύσης σύμβασης εργασίας) η οποία δεν συμπίπτει με την αρχή (ή αντίστοιχα με το τέλος) του μήνα, ο υπολογισμός των αποδοχών των υπαλλήλων γίνεται με τον ακόλουθο τρόπο:

  • Αν οι εργάσιμες ημέρες απουσίας είναι λιγότερες από 13 από τις μηνιαίες αποδοχές αφαιρούνται τόσα ωρομίσθια όσα αντιστοιχούν στις ημέρες απουσίας.

  • Αν οι εργάσιμες ημέρες απουσίας είναι 13 ή περισσότερες τότε στον μισθωτό καταβάλλονται τόσα ωρομίσθια όσα αντιστοιχούν στις ημέρες που εργάσθηκε.

Κλίμακες Φορολογίας

KΛIMAKA MIΣΘΩTΩN - ΣYNTAΞIOYXΩN 2007

Kλιμάκιο

εισοδήματος

(ευρώ)

Φορολογικός

συντελεστής

(%)

Φόρος

κλιμακίου

(ευρώ)

Σύνολο

εισοδήματος

(ευρώ)

φόρου

(ευρώ)

12.000

0

0

12.000

0

18.000

29

5.220

30.000

5.220

45.000

39

17.550

75.000

22.770

άνω 75.000

40

KΛIMAKA MH MIΣΘΩTΩN - EΠAΓΓEΛMATIΩN 2007

Kλιμάκιο

εισοδήματος

(ευρώ)

Φορολογικός

συντελεστής

(%)

Φόρος

κλιμακίου

(ευρώ)

Σύνολο

εισοδήματος

(ευρώ)

φόρου

(ευρώ)

10.500

0

0

10.500

0

1.500

15

225

12.000

225

18.000

29

5.220

30.000

5.445

45.000

39

17.550

75.000

22.995

άνω 75.000

40

KΛIMAKA MIΣΘΩTΩN - ΣYNTAΞIOYXΩN 2008

Kλιμάκιο

εισοδήματος

(ευρώ)

Φορολογικός

συντελεστής

(%)

Φόρος

κλιμακίου

(ευρώ)

Σύνολο

εισοδήματος

(ευρώ)

φόρου

(ευρώ)

12.000

0

0

12.000

0

18.000

27

4.860

30.000

4.860

45.000

37

16.650

75.000

21.510

άνω 75.000

40

KΛIMAKA MH MIΣΘΩTΩN - EΠAΓΓEΛMATIΩN 2008

Kλιμάκιο

εισοδήματος

(ευρώ)

Φορολογικός

συντελεστής

(%)

Φόρος

κλιμακίου

(ευρώ)

Σύνολο

εισοδήματος

(ευρώ)

φόρου

(ευρώ)

10.500

0

0

10.500

0

1.500

15

225

12.000

225

18.000

27

4.860

30.000

5.085

45.000

37

16.650

75.000

21.735

άνω 75.000

40

Αποχώρηση υπαλλήλου και αποζημίωση


2255/20.10.1997


Στο υπ αριθ. 2255/20.10.1997 έγγραφο του Υπουργείου Εργασίας ορίζονται τα εξής:
1. Το άρθρο 5, παρ. 1 του Ν.435/1976 (ΦΕΚ 251/Α-/1976) με το οποίο αντικαταστάθηκε το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 8 του Ν.3198/1955, που προστέθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 8 του Ν.Δ.3789/1957, ορίζει ότι Μισθωτοί εν γένει υπαγόμενοι εις την ασφάλισην οιουδήποτε ασφαλιστικού οργανισμού, δια την χορήγησιν συντάξεως συμπληρώσαντες ή συμπληρούντες τας προς λήψιν πλήρους συντάξεως γήρατος προϋποθέσεις, δύνανται εάν μεν έχουν την ιδιότητα του εργατοτεχνίτου να αποχωρώσι της εργασίας, εάν δε έχουν την ιδιότητα του υπαλλήλου, είτε να αποχωρώσιν είτε να απομακρύνωνται της εργασίας των παρά του εργοδότου των λαμβάνοντες εις άπασας τας περιπτώσεις ταύτας οι μεν επικουρικώς ησφαλισμένοι, τα 40% οι δε μη ησφαλισμένοι επικουρικώς τα 50% της αποζημιώσεως της οποίας δικαιούνται κατά τας εκάστοτε ισχύουσας διατάξεις, δια την περίπτωση απροειδοποιήτου καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας, εκ μέρους του εργοδότου. Δια την κατά τα ανωτέρω χορηγουμένην, εις τους αποχωρούντας ή απομακρυνόμενους μισθωτούς, αποζημίωσιν εφαρμόζονται κατά τα λοιπά, πάντα τα οριζόμενα υπό των άρθρων 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8 και 9 του Ν.3198/1955 ως και των άνω διατάξεων του Ν.2112/1920 περί υποχρεωτικής καταγγελίας συμβάσεως εργασίας ιδιωτικών υπαλλήλων ως ούτος ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως και του Β.Δ. της 16/18 Ιουλίου 1920 περί επεκτάσεως του Ν.2112/1920 Περί καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας των ιδιωτικών υπαλλήλων και επί των εργατών, τεχνιτών και υπηρετών, πλην των διατάξεων που αφορούν την προειδοποίησιν.


2. Από την ανωτέρω διάταξη συνάγεται ότι για να δικαιωθεί ο υπάλληλος αυτής της μειωμένης αποζημιώσεως πρέπει: α) να υπάγεται στην ασφάλιση οποιουδήποτε ασφαλιστικού οργανισμού για τη χορήγηση της συντάξεως γήρατος, β) να υπάρχουν οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση πλήρους συντάξεως γήρατος και γ) είτε να αποχωρεί ο ίδιος οικειοθελώς, είτε να απομακρύνεται από τον εργοδότη από την υπηρεσία του.
Αντιθέτως δεν δικαιούται της μειωμένης αποζημιώσεως όσοι αποχωρούν ή απολύονται λαμβάνοντας μειωμένη σύνταξη γήρατος ή σύνταξη αναπηρίας (Αρ. Παγ. 67/1991 - 1179/1988 - 414/1991 - 989/1991 - 850/1989 - 1125/1984 - 848/1990 κ.λπ.).

Κατ ακολουθίαν των ανωτέρω, για να τύχει κάποιος της κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του Ν.435/1976 μειωμένης αποζημιώσεως, πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς οι αμέσως ανωτέρω προϋποθέσεις.
Οσον αφορά την ύπαρξη των προϋποθέσεων λήψεως πλήρους συντάξεως γήρατος αρμόδιο να πληροφορήσει είναι το ΙΚΑ.

ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΑΠΟΛΥΟΜΕΝΩΝ ΜΙΣΘΩΤΩΝ
(ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2000)
Αποζημίωση απολύσεως υπαλλήλων

Η απόλυση των υπαλλήλων μπορεί να γίνει είτε με προειδοποίηση είτε αμέσως χωρίς προειδοποίηση. Εγκυρη καθίσταται και στις δύο περιπτώσεις εφόσον μαζί με το έγγραφο κοινοποίησης της καταγγελίας καταβληθεί και η νόμιμη αποζημίωση.

Εάν η καταγγελία γίνει χωρίς προειδοποίηση ο απολυόμενος δικαιούται αποζημίωση τόσων μηνιαίων μισθών, όσοι είναι οι μήνες προειδοποιήσεως (ανάλογα με το χρόνο υπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη).

Εάν η καταγγελία γίνει έπειτα από προειδοποίηση δικαιούται τη μισή από την παραπάνω αποζημίωση. (άρθρα 3 Ν. 2112/1920, 4 Ν. 3198/1955).

Εάν η απόλυση γίνει πριν ο μισθωτός κλείσει δίμηνη υπηρεσία, δεν οφείλεται αποζημίωση λόγω καταγγελίας της συμβάσεως.

Στη συνέχεια παρατίθεται πίνακας με τις αναλογίες αποζημίωσης ή προειδοποίησης σε σχέση με τον χρόνο υπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη.


ΧΡΟΝΟΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ

(Τακτικές αποδοχές)

ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΜΕΤΑ
ΑΠΟ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ
Χρόνος
προειδοποίησης
Ποσόν
αποζημίωσης
2 μήνες έως 1 έτος 1 μηνός 1 μήνας 1/2 μηνός
1 έτος συμπλ. έως 4 έτη 2 μηνών 2 μήνες 1 μηνός
4 έτη συμπλ. έως 6 έτη 3 μηνών 3 μήνες 1 1/2 μηνών
6 έτη συμπλ. έως 8 έτη 4 μηνών 4 μήνες 2 μηνών
8 έτη συμπλ. έως 10 έτη 5 μηνών 5 μήνες 2 1/2 μηνών
10 έτη συμπληρωμένα 6 μηνών 6 μήνες 3 μηνών
11 έτη συμπληρωμένα 7 μηνών 7 μήνες 3 1/2 μηνών
12 έτη συμπληρωμένα 8 μηνών 8 μήνες 4 μηνών
13 έτη συμπληρωμένα 9 μηνών 9 μήνες 4 1/2 μηνών
14 έτη συμπληρωμένα 10 μηνών 10 μήνες 5 μηνών
15 έτη συμπληρωμένα 11 μηνών 11 μήνες 5 1/2 μηνών
16 έτη συμπληρωμένα 12 μηνών 12 μήνες 6 μηνών
17 έτη συμπληρωμένα 13 μηνών 13 μήνες 6 1/2 μηνών
18 έτη συμπληρωμένα 14 μηνών 14 μήνες 7 μηνών
19 έτη συμπληρωμένα 15 μηνών 15 μήνες 7 1/2 μηνών
20 έτη συμπληρωμένα 16 μηνών 16 μήνες 8 μηνών
21 έτη συμπληρωμένα 17 μηνών 17 μήνες 8 1/2 μηνών
22 έτη συμπληρωμένα 18 μηνών 18 μήνες 9 μηνών
23 έτη συμπληρωμένα 19 μηνών 19 μήνες 9 1/2 μηνών
24 έτη συμπληρωμένα 20 μηνών 20 μήνες 10 μηνών
25 έτη συμπληρωμένα 21 μηνών 21 μήνες 10 1/2 μηνών
26 έτη συμπληρωμένα 22 μηνών 22 μήνες 11 μηνών
27 έτη συμπληρωμένα 23 μηνών 23 μήνες 11 1/2 μηνών
28 έτη συμπληρωμένα 24 μηνών 24 μήνες 12 μηνών

Αποζημίωση απόλυσης εργατοτεχνιτών

Αντίστοιχα με τους υπαλλήλους και κατά την απόλυση εργατοτεχνιτών οφείλεται αποζημίωση. Η αποζημίωση που καταβάλλεται στον απολυόμενο υπολογίζεται σε ημερομίσθια και αντίθετα με τα ισχύοντα για τους υπαλλήλους καταβάλλεται πάντοτε ολόκληρη η αναγραφόμενη στον παρακάτω πίνακα αποζημίωση είτε η καταγγελία γίνει με προειδοποίηση είτε όχι.

(όπως ισχύουν με την Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. 2006-2007 άρθρο 3)

ΧΡΟΝΟΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ

2 μήνες έως 1 έτος

5 ημερομίσθια

1 έτος έως 2 έτη

7 ημερομίσθια

2 έτη έως 5 έτη

15 ημερομίσθια

5 έτη έως 10 έτη

30 ημερομίσθια

10 έτη έως 15 έτη

60 ημερομίσθια

15 έτη έως 20 έτη

100 ημερομίσθια

20 έτη έως 25 έτη

120 ημερομίσθια

25 έτη έως 30 έτη

145 ημερομίσθια

30 έτη και άνω

165 ημερομίσθια

Αποζημίωση δεν οφείλεται στην περίπτωση απόλυσης εργατοτεχνίτη πριν αυτός συμπληρώσει δίμηνη υπηρεσία.

Αποχώρηση μισθωτού λόγω συνταξιοδοτήσεως

Μισθωτοί γενικά (υπάλληλοι, εργατοτεχνίτες, υπηρέτες), εφόσον αποχωρούν ή απομακρύνονται από την εργασία τους και έχουν τις προϋποθέσεις πλήρης συνταξιοδοτήσεως λόγω γήρατος δικαιούνται να λάβουν το 50% της οριζόμενης για την καταγγελία της σύμβασης αποζημίωσης. Εάν έχουν και επικουρική ασφάλιση (σύνταξη από επικουρικό) τότε η αποζημίωση περιορίζεται στο 40%. Σημειώνεται ότι το δικαίωμα του αποχωρούντα με σκοπό τη συνταξιοδότηση με πλήρη σύνταξη μισθωτού για λήψη του 50% ή 40% της αποζημιώσεως θεμελιώνεται χωρίς να απαιτείται η συγκατάθεση του εργοδότη. (άρθρο 8 Ν. 3198/1955).

Αποχώρηση μισθωτού μετά συμπλήρωση 15ετίας

Μισθωτοί γενικά που υπάγονται για σύνταξη σε οποιοδήποτε ασφαλιστικό φορέα, μπορούν να αποχωρούν από την εργασία τους, δικαιούμενη της μισής αποζημίωσης του Ν. 2112/1920 ή του Β.Δ. 16/18.7.1920 για την καταγγελία της σύμβασης εργασίας τους εφόσον υπάρχουν οι παρακάτω προϋποθέσεις.

- Συνδέονται με τον εργοδότη τους με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου.

- Έχουν συμπληρώσει δεκαπενταετή υπηρεσία στον ίδιο εργοδότη ή το προβλεπόμενο όριο ηλικίας του ασφαλιστικού τους οργανισμού.

- Αποχωρούν από την εργασία τους με τη συγκατάθεση του εργοδότη.

Αποζημιώσεις ορισμένων κατηγοριών μισθωτών

Θυρωροί πολυκατοικιών: Η αποζημίωσή τους λόγω απόλυσης ανέρχεται στο 1/2 της προβλεπόμενης για τους ιδιωτικούς υπαλλήλους.

Κλητήρες γραφείων: Απολυόμενοι δικαιούνται αποζημίωση εργατοτεχνίτη διότι δεν θεωρείται ότι έχουν την υπαλληλική ιδιότητα έστω κι αν χρησιμοποιούνται για την κατάθεση ή είσπραξη χρημάτων από τράπεζες ή πελάτες (Α.Π. 132/90).

Οικιακοί υπηρέτες, οικόσιτο προσωπικό: Δικαιούνται την αποζημίωση του εργατοτεχνίτη, αδιάφορα αν έχουν την υπαλληλική ιδιότητα.

Υπολογισμός της αποζημίωσης

Ο υπολογισμός της αποζημίωσης γίνεται με βάση τις τακτικές αποδοχές του τελευταίου μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχολήσεως (άρθρο 5 Ν. 3198/1955).

Τακτικές αποδοχές θεωρούνται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή που δίδεται αντί μισθού όπως προμήθειες, παροχές σε είδος κ.λπ. Ποσοστά επί κερδών ή εισπράξεων εφόσον χορηγούνται ανεξάρτητα της κανονικής αμοιβής της εργασίας δεν θεωρούνται τακτικές αποδοχές (άρθρο 3 παρ. 2 Ν. 2112/1920). Για τον υπολογισμό αποζημίωσης στις τακτικές αποδοχές περιλαμβάνονται τα επιδόματα εορτών και αδείας, καθώς και οι τακτικές πρόσθετες αμοιβές για εργασία υπερωριακή, νυκτερινή ή κατά τις Κυριακές.

Μισθωτός που έχει την υπαλληλική ιδιότητα κατά το χρόνο της απόλυσης, ενώ αρχικά είχε προσληφθεί σαν εργάτης και η ιδιότητά του μετατράπηκε σε υπαλληλική χωρίς να λυθεί η σύμβασή του, δικαιούται αποζημίωση υπαλλήλου, βάσει της συνολικής υπηρεσίας του στον αυτό εργοδότη (Α.Π. 636/71, 760/81).

Στις περιπτώσεις μισθωτών μειωμένης απασχολήσεως η αποζημίωση υπολογίζεται με βάση τις καταβαλλόμενες μειωμένες αποδοχές. Το ίδιο ισχύει και στη διαλείπουσα εργασία.

Η αποζημίωση μισθωτών που αμείβονται με ποσοστά, κατ' αποκοπή ή κατά μονάδα παραγόμενης εργασίας, υπολογίζεται βάσει του μέσου όρου των αποδοχών αυτών των δύο τελευταίων πριν την απόλυση μηνών. (άρθρο 5 παρ. 2 Ν. 3198/1955). Σε καμία όμως περίπτωση το ποσό αποζημίωσης της παραπάνω περίπτωσης δεν μπορεί να είναι κατώτερο αυτού που προκύπτει με βάση τη μισθολογική κλάση του Ι.Κ.Α. που ανήκει ο μισθωτός.

Η αποζημίωση αμειβομένων με μισθό και ποσοστά υπολογίζεται για το μισθό βάσει των τακτικών αποδοχών του τελευταίου μήνα και για τα ποσοστά βάσει του μέσου όρου των δύο τελευταίων πριν την καταγγελία μηνών (Α.Π. 1103/88 Τμ. Β').

Για την εξεύρεση του ποσού της αποζημιώσεως που δικαιούται ο απολυόμενος μισθωτός, λαμβάνεται υπόψη η τελευταία συνεχής απασχόλησή του στον εργοδότη που κάνει την καταγγελία της σύμβασης εργασίας (Α.Π. 86/70).

Είναι νόμιμη η συμφωνία μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου, κατά την οποία για τον καθορισμό της αποζημίωσης, συνυπολογίζεται και άλλη υπηρεσία ή στον ίδιο ή σε άλλο εργοδότη (Α.Π. 231/59).

Χρόνος αναστολής της σύμβασης εργασίας λόγω ασθένειας ή άλλης αιτίας συνυπολογίζεται στον προσδιορισμό της αποζημίωσης λόγω απόλυσης (Εφ. Θεσ/νίκης 2920/88).

Η μεταβολή του προσώπου του εργοδότη, με όποιον τρόπο κι αν επέλθει δεν επηρεάζει τα δικαιώματα των εργαζομένων στο δικαίωμα αποζημίωσής τους σε περίπτωση απόλυσής τους. (άρθρο 6 παρ. 1 Ν. 2112/1920, άρθρο 9 παρ. 1 Β.Δ. 16/18.7.1920). Από τη νομολογία έχει κριθεί ότι σε οποιοδήποτε μετασχηματισμό της επιχείρησης που διατηρεί την ενότητά της ως οικονομική μονάδα, υπό νέο φορέα, ο διάδοχος του αρχικού εργοδότη υποχρεούται να συνυπολογίσει στην αποζημίωση του απολυόμενου και όλη την υπηρεσία του στον αρχικό εργοδότη.

Επί πτωχεύσεως της επιχειρήσεως ο εργαζόμενος δικαιούται να λάβει ολόκληρη τη νόμιμη αποζημίωση λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας κατατασσόμενος μεταξύ των προνομιακών δανειστών των άρθρων 940 & 941 του Κωδ. Πολ. Δικονομίας.

Στη διακοπή εργασιών της επιχείρησης λόγω ανωτέρας βίας (πυρκαγιά κ.λπ.) αν ο εργοδότης είναι ασφαλισμένος κατά των περιστατικών αυτών και προβεί σε απολύσεις λόγω κάποιου γεγονότος ανωτέρας βίας, οφείλει στους απολυομένους τα 2/3 της νόμιμης αποζημίωσης (άρθρα 6 παρ. 2 εδ. 2 Ν. 2112/1920 όπως ισχύει με το άρθρο 4 Ν. 4558/30).

Στις διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, χωρίς να μεσολαβούν διακοπές και χωρίς να δικαιολογείται από τη φύση των εργασιών ο καθορισμός ορισμένης διάρκειας θεωρείται ότι καταρτίσθηκε μία σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου (Α.Π. 1363/82 Τμ. Δ', Α.Π. 603/94 Τμ. Β').

Καταβολή της αποζημίωσης

Η αποζημίωση του Ν. 2112/20 και του Β.Δ. 16/18.7.1920 καταβάλλεται στον απολυόμενο μισθωτό κατά τη στιγμή της κοινοποιήσεως της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας.

Αν η οφειλόμενη αποζημίωση είναι μεγαλύτερη από τις αποδοχές έξι μηνών ο εργοδότης έχει την ευχέρεια να την καταβάλει σε δόσεις ως εξής:

Με την κοινοποίηση της καταγγελίας το τμήμα της αποζημίωσης που ισούται με τις αποδοχές έξι μηνών και το υπόλοιπο τμήμα της σε τριμηνιαίες δόσεις κάθε μία από τις οποίες δεν μπορεί να είναι κατώτερη των αποδοχών τριών μηνών. Καθυστέρηση πληρωμής έστω και μιας δόσης καθιστά άκυρη την καταγγελία της σύμβασης.

Για να είναι έγκυρη η απόλυση δεν αρκεί η προσφορά της αποζημίωσης στον απολυόμενο, αλλά σε περίπτωση αρνήσεως του τελευταίου για να την εισπράξει, απαιτείται η δημόσια κατάθεσή της.

Κάθε αξίωση του μισθωτού για καταβολή ή συμπλήρωση της αποζημίωσης είναι απαράδεκτη αν η σχετική αγωγή δεν ασκηθεί εντός έξι (6) μηνών από τότε που έγινε απαιτητή (άρθρο 6 παρ. 2 Ν. 3198/55).

Υπολογισμός ασφαλιστικών εισφορών και φορολογία αποζημιώσεως

Ι. Υπολογισμός ασφαλιστικών εισφορών

Η αποζημίωση λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας δεν υπόκειται σε καμία κράτηση υπέρ Ι.Κ.Α. ή άλλου ασφαλιστικού οργανισμού, γιατί δεν θεωρείται ότι συνιστά αμοιβή παρασχεθείσας εργασίας.

Το ίδιο ισχύει για την καταβαλλόμενη στο μισθωτό αποζημίωση λόγω μη ληφθείσας άδειας.

Αντίθετα το για την ίδια αιτία καταβαλλόμενο επίδομα αδείας θεωρείται ότι αποτελεί προσαύξηση των αποδοχών και συνεπώς υπόκειται σε ασφαλιστικές εισφορές.

ΙΙ. Φορολογία αποζημιώσεως

«Ο φόρος υπολογίζεται με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%) στο καθαρό ποσό της αποζημίωσης μετά την αφαίρεση ποσού είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ και παρακρατείται κατά την πληρωμή της στο δικαιούχο.»

ΙΙΙ Χαρτοσήμανση αποζημίωσης

ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ.

IV. Παρακράτηση και απόδοση φόρου

Ο φόρος , που βαρύνουν τον απολυόμενο, παρακρατούνται κατά την πληρωμή της αποζημίωσης από τον εργοδότη.

Ο εργοδότης έχει την υποχρέωση απόδοσής τους στην οικεία Δ.Ο.Υ. αυτοτελώς με δήλωση, η οποία περιλαμβάνει τους απολυθέντες μισθωτούς και τα σχετικά ποσά για κάθε μήνα. Προθεσμία αποδόσεως ο επόμενος μήνας. Τα ποσά που αποδίδονται μ' αυτή τη δήλωση δεν περιλαμβάνονται ούτε στις τριμηνιαίες ούτε στην ετήσια εκκαθαριστική δήλωση Φ.Μ.Υ. (Υπ. Οικ. Πολ. 1170/1989).

Μη οφειλή αποζημίωσης

Στις παρακάτω περιπτώσεις απολύσεως ή αποχωρήσεως μισθωτού δεν οφείλεται αποζημίωση:

- Πριν τη συμπλήρωση διμήνου υπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη.

- Στην οικειοθελή αποχώρηση του μισθωτού από την εργασία του.

- Λόγω λήξης σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου.

- Λόγω λήξης σύμβασης εργασίας ορισμένου έργου.

- Αν η καταγγελία ήταν αποτέλεσμα δόλιας αντισυμβατικής συμπεριφοράς του μισθωτού.

- Αν η καταγγελία έγινε λόγω υποβολής μήνυσης εναντίον του μισθωτού για αξιόποινη πράξη κατά την υπηρεσία, ή αδίκημα που φέρει το χαρακτήρα τουλάχιστον πλημμελήματος. (άρθρο 5 παρ. 1 Ν. 2112/1920 και άρθρο 6 παρ. 2 Β.Δ. 16/18-7-20).

Παραδείγματα υπολογισμού αποζημίωσης

1. Υπάλληλος προσλήφθηκε την 1-12-2006 με σύμβαση αορίστου χρόνου και απολύθηκε (καταγγέλθηκε η σύμβαση εργασίας του) την 31-5-2007 (συνολικός χρόνος απασχόλησης 6 μήνες). Ο μισθωτός αμειβόταν με μηνιαίο μισθό (περιλαμβανομένων όλων των λοιπών πλην εορτών και αδείας επιδομάτων) 1.000 ευρώ. Ο παραπάνω μισθωτός δικαιούται αποζημίωση για την απόλυσή του ως εξής:

α) Λόγω καταγγελίας της σύμβασης ένα μηνιαίο μισθό σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2112/1920. Στον τακτικό μηνιαίο μισθό του (1.000) πρέπει να προστεθεί αναλογία των δώρων εορτών (Πάσχα & Χριστουγέννων) και επιδόματος αδείας (τα δώρα εορτών και το επίδομα αδείας ισούνται με δύο (2) μηνιαίους μισθούς). Για να βρεθεί η μηνιαία αποζημίωση για την καταγγελία της σύμβασης πολλαπλασιάζουμε τις τακτικές μηνιαίες αποδοχές με 14 και ύστερα διαιρούμε με 12 (μήνες του έτους). Αρα στο παράδειγμά μας η μηνιαία αποζημίωση ισούται 1.000 Χ 14 : 12 = 1.166,67.


Συνολικά ο υπάλληλος του παραδείγματος θα πρέπει να λάβει κατά την απόλυσή του:
- Αποζημίωση λόγω καταγγελίας της σύμβασης

1 μηνιαίος μισθός = 1.000 Χ 14 /12 = 1.166,67.
+ Αποζημίωση Αδείας + Επίδομα αδείας
C S